Επιλέγω σύντροφο με βάση τα «τραύματά» μου;
Πώς ερωτευόμαστε; Αυτό το ερώτημα έχει απασχολήσει πάρα πολλούς ανθρώπους, επιστήμονες και φιλοσόφους, και έχουν προκύψει πολλές και διάφορες θεωρίες, που αποπειρώνται να εξηγήσουν γιατί ερωτευόμαστε ορισμένα άτομα και όχι άλλα.
Κάποιες από αυτές τις θεωρίες έχουν μεγαλύτερη πέραση κατά καιρούς. Είναι, ωστόσο, χρήσιμο να θυμόμαστε ότι πρόκειται για θεωρίες, που δεν προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία, πέρα από τις αξιωματικές βάσεις τους.
Η πείρα μου ως θεραπευτή με έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το να προσπαθούμε να εξηγήσουμε γιατί ερωτευτήκαμε τον άλφα και όχι τον βήτα άνθρωπο έχει ελάχιστη χρησιμότητα. Αντιθέτως, μπορεί να είναι έως και επιζήμιο, ειδικά όταν η υποτιθέμενη εξήγηση ανάγει αυτό που αισθανόμαστε σε ψυχολογικές ή βιολογικές βάσεις και με αυτό τον τρόπο παθολογικοποιεί την κατάστασή μας (πχ, «ερωτεύτηκες αυτόν τον άνθρωπο επειδή ο τρόπος που σου φέρεται σου θυμίζει τον τρόπο που σου φερόταν ο πατέρας σου», ή «ερωτεύτηκες αυτόν τον άνθρωπο επειδή είσαι προγραμματισμένη ως γυναίκα να χρειάζεσαι έναν αξιόπιστο κουβαλητή» κτλ).
Εξάλλου, μήπως μας απασχολεί το «γιατί» ερωτευτήκαμε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο μόνο όταν θεωρούμε αυτόν τον έρωτα προβληματικό; Μήπως, σε αυτή την περίπτωση, πιο χρήσιμο είναι να βρούμε όχι γιατί ερωτευτήκαμε τον συγκεκριμένο άνθρωπο αλλά πώς αυτός ο έρωτας μπορεί να πάψει να είναι προβληματικός, αντί να ασχολούμαστε με το γιατί τον επιλέξαμε (αν τον επιλέξαμε); Δηλαδή, να επικεντρωθούμε στο εδώ και τώρα της σχέσης μας αντί στα γιατί της; Αυτό ακριβώς κάνει η προσέγγιση EFT.
Δύο είναι οι κύριες επικρατούσες θεωρίες για το πώς «επιλέγουμε» το ποιον θα ερωτευτούμε. Η μία εξηγεί τον έρωτα με όρους βιολογίας και εξελικτικότητας: ελκόμαστε από συγκεκριμένους ανθρώπους με βάση βιολογικούς κανόνες έλξης (π.χ. θεωρία της γονεϊκής επένδυσης).
Έρωτας για λόγους επιβίωσης
Σύμφωνα με την πρώτη θεωρία, αφού πρώτιστη προτεραιότητα στο ανθρώπινο είδος είναι η επιβίωση και η αναπαραγωγή, οι τάσεις συμπεριφοράς, τα σωματικά χαρακτηριστικά και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που προάγουν τις πιθανότητες επιβίωσης και αναπαραγωγής θεωρούνται ελκυστικά. Ως εκ τούτου, αφού στο ανθρώπινο είδος οι γυναίκες χρειάζονται προστασία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και η περίοδος γονιμότητάς τους είναι περιορισμένη, θα έχουν τη «φυσική» τάση να προτιμούν άντρες που θα είναι σε θέση να παρέχουν αυτή την προστασία: δυνατούς, σταθερούς, υπεύθυνους κοκ.
Παρομοίως, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, οι άντρες θα έχουν τη «φυσική» τάση να επιλέγουν νέες γυναίκες (και άρα γόνιμες). Πράγματι, υπάρχουν έρευνες που επιβεβαιώνουν ότι οι γυναίκες δίνουν έμφαση σε παραμέτρους κοινωνικού στάτους (κοινωνικής ή/και οικονομικής ισχύος), ενώ οι άντρες βρίσκουν πολύ επιθυμητές τις νέες, ωραίες γυναίκες.
Η εν λόγω βιοκοινωνιολογική θεωρία ονομάζεται «γονεϊκή επένδυση» και αποπειράται να εξηγήσει αλλά και να δικαιολογήσει την υποτιθέμενη πολυγαμικότητα των αντρών και την υποτιθέμενη μονογαμικότητα των γυναικών με όρους βιολογίας. Στην πράξη, η θεωρία αυτή καταρρίπτεται γιατί μπορεί να ισχύει για κάποια είδη ζώων, αλλά σε άλλα ανώτερα θηλαστικά κοντινότερα στον άνθρωπο δεν ισχύει σχεδόν ποτέ. Το πόσο συχνά και με πόσους/ες θέλουμε ή κάνουμε σεξ οι άντρες και οι γυναίκες δεν το καθορίζει η βιολογία μας αλλά οι νόρμες της κοινωνίας στην οποία ζούμε.
Λόγου χάρη, η «θεωρία των κοινωνικών ρόλων», που ανέπτυξε η αμερικανίδα ψυχολόγος Άλις Ήγκλυ, ισχυρίζεται ότι οι κοινωνικές επιλογές βασίζονται περισσότερο σε κοινωνικές και όχι σε βιολογικές διεργασίες.
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η επιλογή συντρόφου καθορίζεται από τους ρόλους που κατέχουν οι άντρες και οι γυναίκες στην εκάστοτε κοινωνία. Ως εκ τούτου, οι προτιμήσεις επιλογής συντρόφου τείνουν να αλλάζουν ανάλογα με το πώς αλλάζουν οι κοινωνικοί ρόλοι και οι κοινωνικές νόρμες. Για παράδειγμα, οι γυναίκες έλκονται από άντρες με εξουσία και χρήματα σε κοινωνίες που περιορίζουν τη δική τους δυνατότητα να αποκτήσουν εξουσία και χρήματα. Σε μια κοινωνία που οι γυναίκες έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε εξουσία και χρήματα, τότε το κοινωνικό στάτους και ο πλούτος των αντρών μετράνε λιγότερο ως κριτήριο επιλογής, ενώ, αντιθέτως, μετράνε περισσότερο η αντρική ομορφιά, η νεότητα και η αντοχή.
Πράγματι, όπως αποδεικνύουν έρευνες, τα τελευταία πενήντα χρόνια, έχουν τελεστεί κεφαλαιώδεις αλλαγές στις προτιμήσεις συντρόφου τόσο στις γυναίκες, όσο και στους άντρες. Για παράδειγμα, από τότε που στον δυτικό κόσμο έχει γίνει πιο δύσκολο να διατηρείς ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο με έναν μόνο μισθό και από τότε που οι περισσότερες γυναίκες εργάζονται και βγάζουν δικά τους χρήματα, και οι άντρες και οι γυναίκες δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο οικονομικό και κοινωνικό στάτους του/της συντρόφου τους σε σχέση με το παρελθόν. Ζητήματα όπως οι δουλειές του νοικοκυριού δεν θεωρούνται πλέον σημαντικό κριτήριο για την επιλογή συντρόφου ούτε από τους άντρες ούτε από τις γυναίκες, όπως ίσχυε στο παρελθόν («καλή νοικοκυρά», «κουβαλητής»).
Επίσης, η απόκτηση παιδιών δεν είναι πλέον εξαναγκαστικός μονόδρομος ούτε για τους άντρες ούτε για τις γυναίκες (κίνημα childfree). Άρα ούτε η γονιμότητα μιας γυναίκας αποτελεί κριτήριο επιλογής συντρόφου, όπως ίσχυε στο παρελθόν.
Αυτές οι αλλαγές δείχνουν ότι οι πολιτισμικές συνθήκες και όχι η βιολογία επηρεάζουν καταλυτικά το ποια χαρακτηριστικά μας ελκύουν όταν επιλέγουμε σύντροφο.
Έρωτας για λόγους αναβίωσης του παρελθόντος
Η δεύτερη θεωρία αποδίδει τον έρωτα σε ψυχαναλυτικού τύπου τραύματα της παιδικής ηλικίας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η επιλογή συντρόφου δεν βασίζεται ούτε σε ένστικτα επιβίωσης ούτε σε άλλους βιολογικούς παράγοντες. Ενώ λογικά θα έβγαζε νόημα να ερωτευόμαστε ανθρώπους που μας νοιάζονται με τρόπο ιδανικό, τελικά ερωτευόμαστε ανθρώπους που μας νοιάζονται με τρόπο γνώριμο. Ο έρωτας στους ενήλικες ξεπηδάει με βάση ένα πατρόν που δημιουργήθηκε στην παιδική μας ηλικία και το πώς (δεν) αγαπηθήκαμε τότε.
Ενώ κατά μερικούς στον έρωτα ψάχνουμε την ευτυχία, σύμφωνα με την εν λόγω ψυχαναλυτική θεωρία, στον έρωτα αυτό που ψάχνουμε είναι το γνώριμο, το οικείο. Θέλουμε να αναπαραστήσουμε στις ενήλικες σχέσεις μας τα συναισθήματα που ζούσαμε ξανά και ξανά σαν παιδιά – συναισθήματα που σπάνια περιορίζονταν μόνο σε τρυφερότητα και αγάπη. Η αγάπη που νιώσαμε σαν παιδιά συχνά αναμειγνυόταν με άλλες, καταστροφικές δυναμικές: η ανάγκη μας να βοηθήσουμε έναν ενήλικα που έβγαινε εκτός ελέγχου, η ζεστασιά και το έμπρακτο νοιάξιμο που στερηθήκαμε, ο γονιός που συνεχώς απουσίαζε (πραγματικά ή συναισθηματικά), ο τρόμος μας μπροστά στον ανεξέλεγκτο θυμό ενός γονιού κοκ.
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, επιλέγουμε συντρόφους όχι επειδή είναι «λάθος» για μας αλλά επειδή είναι «σωστά λάθος», δηλαδή, τα προβλήματα που μας προκαλούν (άγχος εγκατάλειψης, θυμό, ασυνεννοησία κτλ) μας είναι πολύ γνώριμα και άρα καθησυχαστικά και ασφαλή.
Επιλέγοντας, λοιπόν, σύντροφο, επιλέγουμε έναν άνθρωπο που μας πληγώνει με τον ίδιο τρόπο που μας πλήγωνε ο γονιός μας. Μέσα από αυτή την επιλογή προσπαθούμε να εκπληρώσουμε ανεκπλήρωτες παιδικές ανάγκες, οι οποίες βγαίνουν τόσο έντονα ακριβώς επειδή η/ο σύντροφός μας μοιάζει με τον γονιό μας και τις πυροδοτεί.
Θεωρώ ότι αυτή η θεωρία είναι πολύ ελκυστική, γιατί παρέχει εύπεπτες «εξηγήσεις» για τις επιλογές συντρόφου που κάνουμε και με σχεδόν μυθιστορηματικό τρόπο κλείνει έναν κύκλο πόνου: Αυτό που μου συνέβη στα παιδικά μου χρόνια, τότε που ξεκίνησε η ιστορία μου, έρχεται τώρα και δένει με την τωρινή ερωτική ζωή μου, τον τωρινό μου πόνο και όλα βγάζουν νόημα –ή έτσι φαίνεται− όπως στις ταινίες και τα μυθιστορήματα. Παρ' όλ' αυτά, δεν υπάρχει καμία επιστημονική αποδεικτική βάση για αυτή τη θεωρία, πέρα από τις ερμηνείες που κάνουμε εμείς (ή οι ψυχαναλυτές) εκ των υστέρων, συνδέοντας ιστορίες και γεγονότα που ίσως να μην έχουν καμία σύνδεση.
Στην προσέγγιση EFT δίνουμε έμφαση στο εδώ και τώρα της σχέσης. Δεν αγνοούμε ούτε υποτιμάμε το ατομικό παρελθόν των συντρόφων – αντιθέτως, το φέρνουμε στη θεραπεία οργανωμένα, για να δούμε πώς οι μηχανισμοί αυτοπροστασίας που αναπτύξαμε σαν παιδιά για να επιβιώσουμε σήμερα μας εγκλωβίζουν σε φαύλους κύκλους επίθεσης-άμυνας.
Η θεραπεία σχέσης EFT δεν θεωρεί ότι επιλέγουμε συντρόφους με βάση τα τραύματά μας, αλλά ότι τα τραύματά μας ενεργοποιούνται στη σχέση μας ως μηχανισμοί αυτοπροστασίας. Με λίγα λόγια, ασχολείται με το τώρα του έρωτα και της σχέσης.
Αυτή τη δουλειά την κάνουμε μαζί σαν σύντροφοι, παρουσία ο ένας του άλλου, μέσα σε λίγες μόνο συνεδρίες, δίνοντας έμφαση στα συναισθήματα που καθοδηγούν τις κινήσεις μας ως ζευγάρι στο τώρα της σχέσης μας και όχι αναλύοντας επί χρόνια το τι μας συνέβη στα πέντε μας και στα δέκα μας.