Τι είναι έρωτας;

Ποιο φύλο επιτρέπεται να ερωτευόμαστε; Πώς επιτρέπεται ή επιβάλλεται να εκφράζουμε τον έρωτά μας δημόσια ή ιδιωτικά; Πόσους επιτρέπεται να ερωτευόμαστε; Σε ποια ηλικία πρέπει να πάψουμε να ερωτευόμαστε; Πόσους επιτρέπεται να ερωτευόμαστε; Σε ποια ηλικία μπορούμε να ολοκληρώσουμε τον έρωτά μας σεξουαλικά;

Αυτά τα καίρια ερωτήματα αποφασίζονται από την ανθρώπινη φύση ή από τον εκάστοτε ανθρώπινο πολιτισμό;

Ανήκουμε σε έναν πολιτισμό που έχει εμμονή με τον έρωτα. Αντιθέτως, υπήρχαν και υπάρχουν πολιτισμοί που θεωρούν τον έρωτα ενοχλητικό, έναν μπελά που υπονομεύει τις σωστές, λογικές επιλογές για το ποιον/α πρέπει να παντρευτούμε και πότε. Έρωτας και γάμος σε πολλούς πολιτισμούς είναι άσχετες έννοιες, που δεν χρειάζεται ποτέ να συναντηθούν.

Έχουμε μάθει να πιστεύουμε ότι το ερωτικό πάθος είναι το πιο γνήσιο, ανόθευτο κριτήριο για το αν είμαστε «φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον». Όταν βλέπουμε δυο εραστές που μετά βίας γνωρίζονται να μαγνητίζονται με πανίσχυρο πάθος, συγκινούμαστε.

Αναμφισβήτητα, το να νιώθουμε μια πολύ ισχυρή ερωτική έλξη για κάποιον/α είναι κάτι πολύ δυνατό και μας κινητοποιεί, αλλά κατά πόσο αυτή η έλξη αποτελεί ή πρέπει να αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για το αν ταιριάζουμε πραγματικά, ειδικά όταν πλέον ξέρουμε ότι αυτό το πανίσχυρο πάθος δεν είναι παρά χημικές αντιδράσεις στον εγκέφαλό μας;

Η ερωτική έλξη φυσικά υπάρχει και πιθανότατα να έχει βιοχημικές βάσεις· ορισμένες έρευνες μιλάνε για φερομόνες που μας τραβάνε σε συγκεκριμένους ανθρώπους. Άλλοι πάλι ερευνητές αποδίδουν τον έρωτα σε ψυχολογικά αίτια. Όπως και να δημιουργείται ο έρωτας, γνωρίζουμε εμπειρικά ότι ως συγκινησιακή κατάσταση υπάρχει πανανθρώπινα. Το τι μορφή θα πάρει, όμως, δηλαδή πώς θα εκφραστεί και πώς θα βιωθεί, αυτό δεν είναι βιολογία ούτε πανανθρώπινο: κάθε πολιτισμός ορίζει (συχνά με πολύ μεγάλη αυστηρότητα) το πώς (δεν) πρέπει να εκφράζουμε και να βιώνουμε τα ερωτικά μας συναισθήματα.

Άλλο έρωτας, άλλο ερωτική σχέση

Οπότε είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε δύο έννοιες που συχνά συγχέουμε: άλλο έρωτας και άλλο ερωτική σχέση (και γάμος). Τα δύο δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν, όπως γνωρίζουμε συχνά με μεγάλο προσωπικό πόνο (όταν ο έρωτας δεν είναι αμοιβαίος ή όταν η ερωτική σχέση δεν είναι εφικτή).

Αν δούμε ιστορικά την έννοια του έρωτα, βλέπουμε ότι σε κάθε πολιτισμό και εποχή είχε διαφορετικές επιτρεπτές, ιδανικές ή απαγορευμένες μορφές έκφρασης και βίωσής του.

Λόγου χάρη, στην αρχαία Αθήνα, ο έρωτας ήταν υπόθεση αποκλειστικά αντρική. Ο ιδανικός έρωτας ήταν αυτός μεταξύ δύο αντρών: θεωρούταν φυσιολογικό και ηθικό για έναν Αθηναίο πολίτη να ξοδεύει τα χρήματά του παραγγέλνοντας σε ποιητές να γράφουν ερωτικά ποιήματα πάθους και αφοσίωσης για κάποιον όμορφο νέο άντρα, να πληρώνει τραγουδιστές να του κάνουν καντάδες και να τον εξυμνεί δημόσια στην αγορά και στους φίλους του. Μάλιστα, είχαν μέχρι και λέξη γι’ αυτό: καταπεπαιδεραστηκέναι, που σημαίνει «να κατασπαταλάς μια περιουσία εξαιτίας της απελπισμένης σου αφοσίωσης στα αγόρια». (Davidson, 2007)

Ένα άλλο στοιχείο του αρχαιοελληνικού έρωτα ήταν ότι δεν υπήρχε απαίτηση ο ερώμενος ανταποκριθεί· «Στα κλασικά ελληνικά ακούγεται παράξενο ένα αντικείμενο αγάπης να ανταποδίδει  έρωτα ακόμα κι όταν πρόκειται για τα δύο ημίσεα των ζευγαριών του Αριστοφάνη, τα οποία φτιάχτηκαν το ένα για το άλλο. Στον ελληνικό έρωτα το ένα μέλος του μελλοντικού ζευγαριού, ο εραστής, πρέπει να κάνει όλο το χαμαλίκι. Ο άλλος μένει σπίτι, εντελώς ασάλευτος, μαρμαρωμένος στη θέση του, ερωτικά πέρα για πέρα παθητικός, περιμένοντας να χτυπήσει η πόρτα, αν και φυσικά δεν ήταν σπάνιο ορισμένοι νεαροί να συμπεριφέρονται με ακκισμούς, να σκύβουν σεμνότυφα το κεφάλι και να πεταρίζουν τις βλεφαρίδες τους, παρότι τέτοιες συμπεριφορές έθεταν εν αμφιβόλω την υπόληψή τους.» (Davidson, 2007)

Παρομοίως, στον ιπποτικό  έρωτα του 12ου αιώνα, που σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς σηματοδοτεί τις απαρχές της σύγχρονης έννοιας του έρωτα όπως τον αντιλαμβανόμαστε στη δική μας εποχή, ο έρωτας έπρεπε οπωσδήποτε να είναι μονόπαντος και ανεκπλήρωτος για να είναι αληθινός. Η ωραία δεσποσύνη, την οποία ερωτευόταν και εξυμνούσε ο περιπλανώμενος ιππότης, πάντοτε ανήκε σε κάποιον άλλον και πάντοτε θα παρέμενε άπιαστη. Ο έρωτας δεν ανταποδιδόταν και δεν έπρεπε να ανταποδοθεί.

Όλα αυτά μας ακούγονται τώρα παράξενα ή/και ανήθικα, καθώς το μοντέλο έρωτα που επικρατεί στην εποχή μας είναι τελείως διαφορετικό. Στον δικό μας πολιτισμό, μεγαλώνουμε με το μοντέλο ότι κάπου εκεί έξω υπάρχει μια αδερφή ψυχή, «ο άνθρωπός μου», ένας μοναδικός, αληθινός έρωτας που μας αντιστοιχεί για να μας ολοκληρώσει σαν ανθρώπους.

Αυτή η εκδοχή του έρωτα είναι δημιούργημα του κινήματος του ρομαντισμού (18ος και 19ος αιώνας) αλλά διατρανώθηκε κυρίως στον 20ο. (Για μια εμπεριστατωμένη επισκόπηση των διάφορων μορφών που έχει πάρει ο έρωτας ιστορικά, μπορείτε να διαβάσετε το βιβλίο του Ζακ Ατταλί Η ιστορία του έρωτα, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2009.)

Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, το μοντέλο αυτό άλλαξε πάλι. Τώρα πλέον, όχι μόνο είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον αλλά και μοιραζόμαστε τα πάντα: συναισθήματα, σκέψεις, φόβους. Καλούμαστε να καλύπτουμε ο ένας τις ανάγκες του άλλου 100%. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας θα το έβρισκαν εξωφρενικό αυτό, αφού το επικρατές μοντέλο της εποχής τους ήταν να μην αποκαλύπτουν πολλά μεταξύ τους οι ερωτικοί σύντροφοι, να κρύβουν λόγια, να διατηρούν το μυστήριο, να μην ανοίγονται πολύ, γιατί τότε ο άλλος θα πάρει το πάνω χέρι.

Ο άνθρωπός μου ή οι άνθρωποί μου;

Ένα στοιχείο που ωστόσο παραμένει κυρίαρχο είναι ότι είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον και ο έρωτάς μας είναι μοναδικός και για πάντα. Το να πιστεύουμε αυτή την κοινωνική αφήγηση είναι επικίνδυνο. Αν μας αντιστοιχεί μόνο ένας και μοναδικός έρωτας και κάτι δεν πάει καλά, τότε κινδυνεύουμε να πάψουμε να δίνουμε ευκαιρία σε άλλους ανθρώπους, σε άλλους έρωτες. Μήπως, τελικά, στην πορεία της ζωής μου δεν μου αντιστοιχεί «ο άνθρωπός μου», αλλά «οι άνθρωποί μου»;

Εξάλλου, το «για πάντα» του έρωτα ήταν πολύ πιο εύκολο σε περασμένες εποχές, όταν πεθαίναμε πολύ πιο νωρίς. Τώρα πλέον ζούμε πολύ παραπάνω από οποτεδήποτε άλλοτε στην ιστορία του είδους μας. Όταν το μέσο προσδόκιμο ζωής ήταν τα 40 χρόνια, ένα ζευγάρι δεν μπορούσε να περιμένει να παραμείνει μαζί παραπάνω από 10-15 χρόνια το πολύ, οπότε το «για πάντα μαζί, till death do us part» ήταν εκ των πραγμάτων πολύ πιο εύκολο.

Στον 20ο αιώνα το προσδόκιμο ζωής σταδιακά ξεπέρασε το 78ο έτος κατά μέσο όρο, οπότε αυτό το «για πάντα του έρωτα» ξεχείλωσε πολύ. Κατά συνέπεια, καλούμαστε να δούμε υπό νέο πρίσμα την έννοια του έρωτα: μας αντιστοιχεί μόνο ένας μεγάλος, αληθινός έρωτας, με τον οποίο θα περάσουμε όλη μας τη ζωή ή μήπως θα ερωτευτούμε και θα εμπλουτιστούμε από περισσότερους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ζωής μας; Και πώς γίνεται αυτό χωρίς να διαλυόμαστε ψυχικά κάθε φορά;

Η επιλογή του σωστού συντρόφου είναι μια από τις πιο σημαντικές αποφάσεις που καλούμαστε να κάνουμε στη ζωή μας, καθώς πλήθος ερευνών από το 1993 και μετά δείχνουν ότι μια κακή συντροφική σχέση επηρεάζει αρνητικά τη σωματική και ψυχική μας υγεία, τις επιδόσεις μας στην εργασία, ακόμα και το προσδόκιμο ζωής. Μήπως λοιπόν μια τόσο σημαντική απόφαση να μην την παίρνουμε μόνο με βάση τις βιοχημικές αντιδράσεις που προκαλεί η αδρεναλίνη του σεξουαλικού πάθους;

Η θεραπευτική προσέγγιση EFT αναγνωρίζει την τεράστια σημασία που έχουν οι συναισθηματικοί δεσμοί στον άνθρωπο και μας προσφέρει μια εύχρηστη πυξίδα για να πλοηγηθούμε καλύτερα στο ταραγμένο πέλαγος των ερωτικών σχέσεων της εποχής μας, όπου φαινομενικά όλα επιτρέπονται, τίποτα δεν κρατάει και όλοι και όλες ταλαιπωρούμαστε τόσο μα τόσο πολύ.

Πλέον υπάρχει τρόπος να αισθανόμαστε πιο ασφαλείς και δυνατοί μέσα στις ερωτικές σχέσεις μας όσο και αν κρατήσουν.

Διαβάστε επίσης: