Οι Έλληνες και ο ελληνικός έρωτας
Πώς αντιλαμβάνονταν οι αρχαίοι Έλληνες την αγάπη, τον πόθο, τον ίμερο, τη φιλία και τον έρωτα; Πόσο διαχρονικός είναι ο έρωτας και ο τρόπος που τον βιώνουμε;
Τζέιμς Ντέιβιντσον, Οι Έλληνες και ο ελληνικός έρωτας, Μια ριζοσπαστική επανεξέταση της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα.
Κεφάλαιο 1, Ο ερωτευμένος Έρως. Μετάφραση: Λύο Καλοβυρνάς, υπό έκδοση, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Πριν αρχίσουμε να ερευνούμε πώς εκφράζονταν οι αρχαίοι Έλληνες όσον αφορά τα ζητήματα καρδιάς, είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας πώς εκφραζόμαστε εμείς οι σύγχρονοι. Ακόμα και όταν ξέρεις μια γλώσσα απέξω κι ανακατωτά, μερικές φορές είναι δύσκολο να αδράξεις το ακριβές νόημα μιας λέξης, κι οι λέξεις του έρωτα είναι ιδιαίτερα άπιαστες. Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα από συνομιλίες που ακούστηκαν τυχαία. Δείτε αν μπορείτε να καταλάβετε τη φύση των συναισθηματικών σχέσεων που περιγράφουν και μαντέψτε ποιες από αυτές αναφέρονται στο σεξ, ποιες πρόκειται να καταλήξουν σε τραγωδία και ποιες θα οδηγήσουν σε αιώνια ευτυχία.
- «Σ’ αγαπάω.» «Κι εγώ σ’ αγαπάω, ρε φίλε.»
- «Δεν είμαι ερωτευμένος.» «Σιγά μην είσαι. Καυλωμένος είσαι.»
- «Σ’ αγαπάω.» «Πώς να σ’ το πω, ειλικρινά μ’ αρέσεις.»
- «Ειλικρινά λυπάμαι. Ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ. Εμένα όμως μου αρέσουν οι άντρες.»
- «Καλή είναι.» «Ναι. Πολύ γλυκιά κοπέλα. Τη συμπαθώ πάρα πολύ.»
- «Καλός είναι.» «Ρε είναι μανάρι!»
Προσπαθήστε να εξηγήσετε σε κάποιον αλλοδαπό τι σημαίνουν στα ελληνικά οι λέξεις «μου αρέσει», «αγαπώ», «γλυκιά», «ερωτευμένος» και «καλή». Δεν θα σας βοηθήσει να τις ψάξετε στο λεξικό, όπου θα βρείτε σελίδες επί σελίδων που προσπαθούν να τις εξηγήσουν. Οι εν λόγω λέξεις ανήκουν στο πολύ ιδιαίτερο και κοινωνικά και λεξιλογικά πολυγαμικό περιβάλλον μας. Έχουν εξελιχθεί, ώστε να περιέχουν υψηλό βαθμό αμφισημίας και διπλωματικής ευαισθησίας και εργάζονται πάρα πολύ σκληρά για να μας γλιτώνουν από ένα ναρκοπέδιο πιθανών παρεξηγήσεων και στιγμών αμηχανίας, ελαχιστοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερο τις τυχαίες εκπυρσοκροτήσεις. Και οι Έλληνες είχαν κάμποσες λέξεις για τον έρωτα, πέρα από τις δύο που μας αφορούν περισσότερο: φιλία, δηλαδή «οικεία αγάπη», και œρως «η ερωτική ορμή». Ως προς το αν οι Έλληνες τα κατάφερναν καλύτερα στην οριοθέτηση του ναρκοπεδίου, παραθέτω ένα βασικό οδηγό, που περιγράφει μερικούς από τους έρωτες για τους οποίους είχαν λέξεις οι Έλληνες...
Αγάπη
Ας ξεκινήσουμε από τα ρηχά. Αν πάτε σήμερα στην Ελλάδα, θα ακούσετε αναρίθμητα τραγούδια για την αγάπη στο ραδιόφωνο. Ίσως καταφέρετε να διακρίνετε τις λέξεις «σ’ αγαπώ» και «μ’ αγαπάς;». Στην αρχαία Ελλάδα, η λέξη ¢gάph και τα ρήματά της χρησιμοποιούνταν πάνω απ’ όλα για τα συναισθήματα που δοκίμαζαν οι περήφανοι γονείς όταν έσφαζαν το σιτευτό μοσχάρι για τον καλομαθημένο μεγαλύτερο γιο ή για τη σκυλίσια χαρά που νιώθει ένας παλιός και πιστός υπηρέτης όταν επιτέλους επιστρέφει σπίτι ο αφέντης του. Σίγουρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο των σεξουαλικών σχέσεων, αλλά έχει ελάχιστη σεξουαλική έξαψη· περισσότερο αντανακλά «στοργή» ή «τρυφερότητα», που εκφράζεται σαν «έγνοια» για κάποιον που «συμπαθείς»· δεν εκφράζει ούτε οικειότητα ούτε παθιασμένο πόθο, αλλά ένα συναίσθημα που πλησιάζει περισσότερο στο «να καμαρώνεις για κάποιον και να τον εκτιμάς».
Η ¢gάph και τα παράγωγά της χρησιμοποιούνται από τον Ξενοφώντα όταν περιγράφει τα παρ’ ολίγον αγνά συναισθήματα που τρέφουν οι άντρες της Σπάρτης για τα αγόρια με τα οποία έχουν σχέση, την τρυφερότητα που νιώθουν οι στρατιώτες του θηβαϊκού «Στρατού Εραστών» για τους νεαρούς συντρόφους τους ή την τρυφερότητα του Δία για τον Γανυμήδη. Παρότι οι περισσότεροι σύγχρονοι μελετητές απορρίπτουν τους ισχυρισμούς ότι η ελληνική «ομοφυλοφιλία» ήταν ερωτικά αγνή, αφού πιστεύουν ότι «ομοφυλοφιλία» είναι ο πόθος για σεξ, και παρότι η ¢gάph αναμφίβολα δεν αποκλείει τη σεξουαλική σχέση, φαίνεται ξεκάθαρο ότι οι εν λόγω συγγραφείς χρησιμοποιούσαν μια λέξη που δεν συνεπαγόταν απαραίτητα σεξουαλικό πάθος. Σίγουρα αυτό πίστευαν και οι Έλληνες Χριστιανοί. Η Καινή Διαθήκη βρίθει από τη λέξη ¢gaphtός, η οποία συνήθως μεταφράζεται ως «αγαπητός», όπως σήμερα λέμε: «Αγαπητοί φίλοι κ.τ.λ...». Ο Χριστός είναι ο «¢gaphtόςϒἱÒς» του Θεού, ο Ιωάννης είναι ο «¢gaphtός μαθητ¾ς», κ.ο.κ. δημιουργώντας μια αντίθεση με τον œρωτα, ο οποίος, μέσω αυτής της αντίθεσης, έκανε τα πρώτα του βήματα προς το σεξ.
Πόθος
Τώρα φτάνουμε στους ανδρικούς «έρωτες», οι οποίοι συχνά προσωποποιούνται ως αρσενικοί ερωτιδείς. Ο πόθος και τα παράγωγά του συνήθως μεταφράζονται ως «λαχτάρα». Η λέξη υποδηλώνει κάποιο είδος έλλειψης ή πεθυμιάς για κάτι ή για κάποιον που δεν μπορείς να έχεις. Εμφανίζεται πρώτη φορά (ως πόθη/πόθος) στην Ιλιάδα του Ομήρου ως η απλή «ανάγκη για κάποιον στον οποίο έχεις μάθει να βασίζεσαι», όπως όταν ο Αχιλλέας εξαφανίζεται από τον ελληνικό στρατό, επειδή κάθεται μουτρωμένος στο αντίσκηνό του· δηλώνει, δηλαδή, ότι απουσιάζει κάποιος που θα θέλαμε να είναι παρών. Σε ελαφρώς μεταγενέστερους συγγραφείς, η λέξη μοιάζει να αποκτά μια πιο συναισθηματική ένταση – η Δήμητρα ποθεί την κλεμμένη κόρη της, διάφοροι ποθούν τον Οδυσσέα που λείπει τόσο καιρό. Πολύ αργότερα, εμφανίζεται σαν συναίσθημα του Μέγα Αλέξανδρου, το οποίο τον οδηγεί στα πέρατα του κόσμου, ένα είδος «αναζήτησης χωρίς ησυχασμό». Στα ζητήματα καρδιάς, ωστόσο, έχει μια λιγότερο ενεργητική σημασία και θα μπορούσε να περιγραφεί καλύτερα ως manque langoureux, μια «χαύνη έλλειψη», ένα «μαράζι»
.
Συχνά ο πόθος πάρα πολύ δύσκολα διακρίνεται από άλλες λέξεις για την ἐρωτικήν επιθυμία, αλλά κάτι παράξενο συμβαίνει στη σύνταξη του ρήματός του, του ποθεῖν. Ενώ τα άλλα ρήματα «επιθυμίας» συντάσσονται με έμμεσο αντικείμενο, υπονοώντας ότι «πασχίζεις να αδράξεις κάτι», το ποθεῖν συντάσσεται με ένα ευθύτατο άμεσο αντικείμενο, όπως τα ρήματα «ερώτησης» ή «παράκλησης». Παράλληλα αυτόν τον πόθον μπορούν να τον βιώσουν και τα άψυχα αντικείμενα, παρότι αδυνατούν να νιώσουν επιθυμία – π.χ. «το ερώτημα ζητεί [ποθεῖ] απάντηση...». Το ρήμα φαίνεται, συνεπώς, να διατηρεί μέρος της αρχαίας ομηρικής απραξίας του. Πράγματι, κατά πάσα πιθανότατα αρχικά σήμαινε απλά «αναζήτηση». Ένας σύγχρονος μελετητής ισχυρίζεται συνεπώς ότι πόθος αρχικά ήταν «η επιθυμία για κάτι που δεν αποκτάται εύκολα μόνο μέσα από τις πράξεις του υποκειμένου». Αυτή η αίσθηση της λαχτάρας χωρίς ενεργό στόχο μπορεί να μεταδοθεί στα αγγλικά με την έκφραση «κάνω κρα για κάτι», όπως στις φράσεις «αυτό το τραπέζι κάνει κρα για ένα βάζο με λουλούδια», «αυτό το συνολάκι κάνει κρα για ένα κολιέ», «η Ιθάκη κάνει κρα για τον βασιλιά της». Πόθος είναι ο εγκαταλειμμένος σκύλος που γυρίζει στο σημείο του αυτοκινητόδρομου όπου είδε τελευταία φορά τον ιδιοκτήτη του, ο τύπος που βιάζεται κάθε πρωί να δει αν ο ταχυδρόμος έφερε επιτέλους το γράμμα με τον γνώριμο γραφικό χαρακτήρα, η γυναίκα που περιμένει τηλεφώνημα από την κόρη που έδωσε για υιοθεσία το ’55, αυτοί «που μαραζώνουν κοιτάζοντας τον τοίχο», «που τους τρώει ένας καημός». Ένας ερωτευμένος άντρας μπορεί να ελπίζει ότι ο νέος «για τον οποίο μαραζώνει» θα «μαραζώσει κι αυτός για εκείνον», ποθῶν ¢ντιποσθεῖσθαι. Ο καλύτερος τρόπος πιθανώς να περιγράψουμε τον πόθο είναι σαν να έχεις «στην καρδιά σου μια τρύπα με σχήμα ανθρώπου».
Ίμερος
Ένας άλλος από αυτούς τους μικρούς ερωτιδείς ορισμένες φορές ονομάζεται Ίμερος· συχνά τον βλέπουμε με τον Διόνυσο και την Αριάδνη, η οποία, αφού γρήγορα ξέχασε τον Θησέα που το έσκασε στα μουλωχτά και την παράτησε, ερωτεύτηκε τον Διόνυσο στη Νάξο και χάθηκε μαζί του στα ουράνια. Σε ένα αγγείο ο Ίμερος φοράει ένα σανδάλι στο τεντωμένο πόδι του Διονύσου. Σε ένα άλλο, ραίνει την Αριάδνη με έρωτα που χύνει από ένα ιερό κύπελλο. Πόθο έχουμε όταν το αντικείμενο του έρωτα απουσιάζει, ἳμερο όταν το αντικείμενο είναι παρόν, λέει ο Σωκράτης στον Κρατύλο, τον διάλογο του Πλάτωνα σχετικά με τις λέξεις. Ο Πλάτων συχνά ορίζει τις λέξεις σύμφωνα με το τι θεωρεί ότι θα έπρεπε να σημαίνουν και όχι τι σημαίνουν στην πραγματικότητα, αλλά στην προκειμένη περίπτωση είμαι διατεθειμένος, προς το παρόν, να τον εμπιστευτώ. Κάποιοι έχουν προτείνει ότι ο ἳμερος κανονικά αναφέρεται σε μια επιθυμία που προκαλείται έξω από τον εαυτό –« με κατέκλυσε μια ξαφνική ορμή [ἳμερος] να βγω από το σπίτι...»– η οποία μπορεί να φύγει από μόνη της εξίσου ξαφνικά. Συχνά τείνει να προκαλεί στο πάσχον υποκείμενο την ορμή να δράσει άμεσα ή να εστιαστεί σε κάτι που επίκειται να συμβεί ή κάποιον που επίκειται να έρθει. Στην ερωτική σφαίρα φαίνεται πως περιγράφει μια ζεστασιά που νιώθεις και η οποία μοιάζει σαν να εκπορεύεται από το αντικείμενο, όταν αυτό βρίσκεται πλησίον, κάτι που «ρέει» πάνω σου ή «αναδίδεται» από κάποιον. Αργότερα οι Έλληνες ανακάλυψαν με θυμηδία ότι μεταξύ των τραγουδιών που αποδίδονταν στον Σόλωνα, τον σεβάσμιο ιδρυτή του αθηναϊκού πολιτεύματος, υπήρχαν κάποιοι στίχοι που αναφέρονταν στο το «να περνάς τρυφερές ώρες συντροφιά με ένα αγόρι [παιδοφιλεῖν] – ώρες που φαίνονταν να περιλαμβάνουν «επιθυμία για επικείμενους [ἱμειρων] μηρούς και ηδύ στόμα».
Ο ἳμερος είναι «σαγήνη», ακριβώς όπως σαγηνεύει η Κοπέλα από την Ιπανέμα, η οποία προκαλεί ένα κύμα αναστεναγμών καθώς περνάει ανυποψίαστη από το caminho do mar· μέρος της γοητείας της είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη επίγνωσης της γοητείας της – είναι απολύτως αναγκαίο να της βγαίνει ανεπιτήδευτα. Ο ἳμερος έχει ως συνέπεια να μετατρέπει αφενός μεν το παθητικό αντικείμενο του πόθου σε αθώο δράστη, αφετέρου δε το υποκείμενο του πόθου σε θύμα επίθεσης, καθώς υφίσταται έφοδο, δέχεται μια διείσδυση μέσω των ματιών. Οι σύγχρονες διαφημίσεις επικαλούνται τον ἳμερον, όταν ισχυρίζονται ότι το να φοράς ένα συγκεκριμένο άρωμα ή αφτερσέιβ θα έχει δραματικές επιδράσεις στους περαστικούς – αυτοκίνητα θα τρακάρουν σε κολώνες, άντρες θα πέφτουν από σκάλες, κομπρεσέρ θα τρυπάνε αγωγούς υδροδότησης.
Στον Φαίδρο του Πλάτωνα, ο ἳμερος είναι ένα είδος ρεύματος που ρέει αθέλητα από τον ἐρώμενο, τον νεαρό που είναι το αντικείμενο του ενδιαφέροντος, και καταβρέχει τον ἐραστήν, τον άντρα που τον έχει ερωτευτεί, όταν αγγίζονται πρώτη φορά και αποκτούν κοινωνικές οικειότητες· πρόκειται για μια αίσθηση που εκδηλώνεται πολύ καιρό αφού ο μνηστήρας ερωτευτεί, δηλαδή έχει υποστεί το γήτεμα του Έρωτα και έχει γίνει δεκτός από το αγόρι για συντροφιά, και λίγο καιρό προτού αρχίσει να παίζει η προοπτική του σεξ. Το ερωτικό ρεύμα είναι τόσο άφθονο που, αφού καταβρέξει τον ερωτευμένο, επιστρέφει στην ψυχή του αγοριού και το αναστατώνει και εκείνο. Αυτό το ρέον ορμητικό κύμα αναγνωρίστηκε πρώτη φορά από τον ίδιο τον Δία, λέει ο Πλάτων, όταν ο ἳμερος έρευσε από τον Γανυμήδη και κατέβρεξε τον Δία. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Πλάτων κάνει μια αλληγορία με το λαμπερό νέκταρ και την αμβροσία που ο Γανυμήδης έχυνε στο κύπελλο του βασιλιά των θεών, μια ροή που οι μεταγενέστεροι συγγραφείς αναγνώρισαν ως το υγρό τρεμοφέγγισμα των άστρων που μοιάζει να ρέει από τον αστερισμό του Υδροχόου. Ο καλύτερος τρόπος να περιγράψουμε τον ἳμερο πιθανότατα θα ήταν ως «ερωτική έφοδος».
Έρως
Φτάνουμε στον πυρήνα αυτού του βιβλίου. Ο Έρως είναι ο ελληνικός έρωτας αυτοπροσώπως. Είναι το πρωτότυπο όλων των νεραϊδόμορφων ερωτιδέων. Έχει θεϊκό άρωμα, κρατά λουλούδια, ιδίως τριαντάφυλλα, ενώ μερικές φορές εκεί που περπατά κολλούν πέταλα στα πόδια του. Πάντα χαμογελά σκανταλιάρικα, μερικές φορές είναι οπλισμένος με τόξο και βέλος, ενίοτε δε με μαστίγιο ή βίτσα για γελάδια. Παρότι ποτέ δεν ήταν «θεός ομοφυλοφιλικού έρωτα» κι ενώ σίγουρα ήταν κοινωνός του έρωτα μεταξύ αντρών και γυναικών, όταν βρίσκεται κοντά στη μητέρα του, την Αφροδίτη, περισσότερο τη συμπληρώνει παρά την ενισχύει. Είναι θεός του έρωτα γενικά, αλλά με ειδική αρμοδιότητα για έναν συγκεκριμένο τύπο έρωτα, την ενσάρκωση του αντικείμενου του έρωτα για αγόρια, όπως η ωραία Αφροδίτη ενσαρκώνει το αντικείμενο του έρωτα για γυναίκες.
Ο Έρως ορισμένες φορές είναι αδερφός του Πόθου και του Ίμερου και άλλες φορές πατέρας τους, ενώ φαίνεται να συνδυάζει στοιχεία και των δύο: την ενέργεια του άμεσου ἳμερου, την απόσταση και τη λαχτάρα του παθητικού πόθου. Μια κομβική, ωστόσο, πτυχή του Έρωτα είναι ότι κυριεύει τον ερωτευμένο. Είναι ο δαίμονας που σου εκτροχιάζει τη ζωή, σου κλέβει τα λογικά και σου στερεί τον ύπνο. Σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι μια εσωτερική δύναμη, υπερ-υποκειμενική, κάτι που τρέφεις μέσα σου, που κάνει το αίμα σου να σφύζει, που σε ωθεί και σε ταράζει, που σε τσιγκλάει με το μαστίγιό του, που σε τρελαίνει.
Τον 4ο αιώνα π.Χ., ο γλύπτης Σκόπας, που θαυμαζόταν ευρέως για την ικανότητά του να εμφυσά θαυματουργή ζωή στο μάρμαρο, φιλοτέχνησε μια ομάδα όλων αυτών των τριών ερωτιδέων, του Ίμερου, του Έρωτα και του Πόθου, για τον ναό της Αφροδίτης Άκτιον (Πράξις) στην πόλη των Μεγάρων. Με ποιον τρόπο τους διαφοροποίησε ο Σκόπας δεν το γνωρίζουμε πλέον, αλλά σε ένα αγγείο του 5ου αιώνα βλέπουμε και τους τρεις μαζί στο διάσημο επεισόδιο με το μύρο, κατά το οποίο ο Τρώας πρίγκιπας Πάρις ή Αλέξανδρος καλείται να διαλέξει την πιο όμορφη από τρεις ωραίες θεές. Η Αθηνά και η Ήρα είναι χαμένες από χέρι, αφού η Αφροδίτη έχει φέρει όλη τη συμμορία της και κερδίζει τον διαγωνισμό δωροδοκώντας τον κριτή με το να του προσφέρει την Ελένη, την πιο ωραία γυναίκα του κόσμου. Ο καλλιτέχνης έχει ζωγραφίσει τον Πόθο κοντά στη θεά, επικαλούμενος τη λαχτάρα για κάποιο μακρινό αντικείμενο στο δώρο της: την ωραία Ελένη. Ο ίμερος έχει ρεπό κι απλά αράζει παραδίπλα· θα πιάσει βάρδια μόλις η Ελένη φτάσει στην άμεση εγγύτητα του Πάρι. Όσο για τον Έρωτα, επικεντρώνεται στον κριτή, συσκοτίζοντας την κρίση του, ψιθυρίζοντάς του: «Όρμα!» και κάνοντας την καρδιά του να βροντοχτυπά.
Καλό θα ήταν να θυμόμαστε ότι αυτοί οι ερωτιδείς, αυτές οι πτυχές του αγαπάν, δεν έχουν απαραίτητα σχέση με την ερωτική σφαίρα παρά μόνο όταν χρησιμοποιούνται σε ερωτικό πλαίσιο. Είναι απόλυτα εντάξει να λέμε ότι σε πιάνει ἳμερος, μια «ξαφνική ορμή», να κάνεις κάποια ερώτηση, όπως επίσης και για τη «λαχτάρα», τον πόθον, του Αλέξανδρου να επισκεφτεί το Γόρδιο και να λύσει τον Γόρδιο Δεσμό. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να το διατηρούμε κατά νου όταν μιλάμε για τον Έρωτα, διότι έχει πεδίο δράσης πολύ ευρύτερο από μονάχα τα ζητήματα της καρδιάς. Ο Όμηρος μιλάει ευχερώς για œρωta για φαγητό, χορό, ύπνο, πόλεμο. Πολύ μεταγενέστερα, ο Θουκυδίδης λέει πώς οι Αθηναίοι ήταν έμπλεοι œρωτος να οργανώσουν ναυτική εκστρατεία για την κατάκτηση της Σικελίας, μια επιθυμία πολύ πιο στοχευμένη από τον πόθον του Αλέξανδρου να κατακτήσει τον κόσμο, που ήταν σαν να είχε στην καρδιά του μια τρύπα με το σχήμα της υφηλίου. Ο œρως είναι ένας συγκεκριμένος τύπος στοχευμένης ενέργειας, όχι απλώς ρομαντική αγάπη ή σεξουαλική επιθυμία. Μια επιστημονικότερη έρευνα της προέλευσής του οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο œρως πρέπει να έχασε δύο λαρυγγικά σύμφωνα· στους προϊστορικούς Ινδοευρωπαίους ο έρως πρέπει να προφερόταν περίπου σαν «χχχερρργγγ...», μια ιδιαίτερα ταιριαστή άρθρωση για μια αρχέγονη συναισθηματική γκουμούτσα και απόλυτα αναγνωρίσιμη από όσους και όσες έχουν ερωτευτεί και έχουν υποφέρει. Το θέμα, πάντως, είναι ότι αυτός ο αρχικός œρως σήμαινε, όπως έχει συναχθεί με επιφυλάξεις, περίπου το να «θέλεις την ηδονή του να παίρνεις αυτό που ποθείς».
Είναι δύσκολο να πούμε πότε εμφανίζεται πρώτη φορά επίσημα αυτός ο πλέον πασίγνωστος χαρακτήρας, αφού οι θεοί δεν έχουν πάντα ταμπελίτσες στην ελληνική τέχνη, αν και συχνά έχουν. Πιθανώς η εικόνα του ερωτιδέα γεννήθηκε στη Σπάρτη, διότι σε ένα σπαρτιάτικο κύπελλο του 6ου αιώνα π.Χ. βλέπουμε εικόνες αντρών και γυναικών ξαπλωμένων σε ανάκλιντρα να απολαμβάνουν μια ευωχία, ενώ από πάνω τους φτερουγίζουν μικρές φτερωτές μορφές, ορισμένες εξ αυτών γυμνές, άλλες ντυμένες, κάποιες γενειοφόρες, άλλες όχι, οι οποίες κρατούν στυλιζαρισμένα λουλούδια και στεφάνια, δηλαδή στέμματα από φύλλα, για να στέψουν τους ευωχούντες. Υπάρχουν πολλά τέτοια φτερωτά πνεύματα στην πρώιμη σπαρτιάτικη τέχνη και δεν γνωρίζουμε πάντα τη σημασία τους, αλλά εν προκειμένω τα στεφάνια, τα λουλούδια και το γλέντι με το ποτό αποκαλύπτουν τον σκοπό τους. Σε ένα αγγείο ειδικά, αυτοί οι μικροί φτερωτοί άντρες εναλλάσσονται με μικρές πτηνόμορφες γυναίκες, τις σαγηνευτικές θηλυκές Σειρήνες, και γι’ αυτό κρίνω ότι πρέπει να τους θεωρήσουμε κανονικούς ερωτιδείς, Έρωτες. Επίσης υπάρχει ένας Έρως σε έναν καθρέφτη, σύμβολο ομορφιάς και ματαιοδοξίας, δίπλα σε μια γυμνή θεά, η οποία πρέπει να είναι η Αφροδίτη.
Λατρεία του Έρωτα
Ο Έρως έχει ασυνήθιστα περίοπτη θέση στην Αθήνα. Απεικονίζεται με τη μητέρα του στη ζωφόρο του Παρθενώνα να ατενίζει την πομπή της εκκλησίας των Αθηναίων, ενώ επίσης δέχεται θυσίες και άλλες τιμές σε αρκετά μέρη, κυρίως στο γυμνάσιο της «Ακαδημίας», ακριβώς έξω από τα τείχη της πόλης, στο σημείο που ο Πλάτων επέλεξε να ιδρύσει τη σχολή του, εξ ου και αιτιολογείται εν μέρει η μονομανία του Πλάτωνα με τον έρωτα. Τα παράπονα του σπουδαίου φιλοσόφου σχετικά με την έλλειψη τιμών προς τον Έρωτα δεν διαφέρουν από τα παράπονα ενός μεσαιωνικού ακαδημαϊκού από την Οξφόρδη που λοιδορεί την έλλειψη τιμών προς την Αγία Φραϊντσγουάιντ. Αναμφίβολα, καλό θα ήταν να βλέπουμε τους σπουδαίους διαλόγους του για τον Έρωτα, ειδικά το Συμπόσιο και τον Φαίδρο, ως πράξεις ευσέβειας προς τιμή της τοπικής θεότητας... μεταξύ άλλων.
Στον βωμό του έρωτα στην Ακαδημία, γυμνοί Δεκαοχτάχρονοι άναβαν τους δαυλούς τους για τις μεγάλες νυχτερινές σκυταλοδρομίες, οι οποίες τερμάτιζαν σε έναν άλλο βωμό στο κέντρο της πόλης. Ο Έρως λατρευόταν επίσης μαζί με τη μητέρα του, την Αφροδίτη, στο βόρειο κλίτος της Ακρόπολης, κάτω από το Ερέχθειο· όπως και η μητέρα του, ο Έρως είχε μια προτίμηση στην αδιακόσμητη πέτρα· πάνω απ’ όλα, ο Έρως είναι παιδί της φύσης. Μια επιγραφή, χαραγμένη στον βράχο πάνω από μια τεχνητή κόγχη, μας πληροφορεί ότι ο Έρως είχε τη δική του εορτή στην Αθήνα την τέταρτη ημέρα του μήνα Μουνιχίωνα στα τέλη της Άνοιξης, όταν ανθίζουν οι τριανταφυλλιές. Στον βράχο έχουν ανοιχτεί και άλλες κόγχες, πάνω από είκοσι τον αριθμό, με σκοπό να φιλοξενούν ζωγραφισμένες πινακίδες και άλλα αναθήματα· πλέον χάσκουν άδειες, απόκοσμες σαν τις μόνιμες σκιές που μένουν στους τοίχους μιας πρώην πινακοθήκης.
Ένα από αυτά τα αναθήματα, μαθαίνουμε, έδειχνε ένα όμορφο γυμνό αγόρι να τρέχει με ορμή κρατώντας υπομάλης δύο κοκόρια, ένα ομόφυλο ζευγάρι. Αυτή η εικόνα, που φαίνεται να περιγράφει έναν αρχαϊκό ζωγραφικό πίνακα, σηματοδοτεί το σημείο όπου ο υπερόπτης νέος Τιμαγόρας πήδηξε από την Ακρόπολη και προσγειώθηκε στο άψυχο κορμί του μνηστήρα του, του Μέλητου. Ο «αφοπλιστικά» όμορφος αλλά «ψυχρός και αδιάφορος» νεαρός, ως άλλη Τυραντό της αρχαιότητας, ανέθεσε διάφορους δύσκολους και επικίνδυνους άθλους στον καημένο τον Μέλητο, άθλους που «τον οδήγησαν στο χείλος του θανάτου». Λόγου χάρη, τον έστειλε να «φέρει κυνηγητικά σκυλιά από κάποια ξένη χώρα», να κλέψει «ένα φλογερό άτι από ένα εχθρό της Αθήνας», «και στο τέλος» να κλέψει ένα ζευγάρι «ήδη μεγαλωμένων οικόσιτων πτηνών γένους θαυμαστού». Όταν ο Μέλητος κατόρθωσε όλα όσα του είχε ζητήσει το αγόρι και του έφερε τα δώρα, εκείνο έδειξε αγνωμοσύνη, μάλιστα περιφρόνησε τα πουλιά, με αποτέλεσμα ο Μέλητος «φλεγόμενος από έρωτα», να τρέξει ψηλά στην Ακρόπολη, «όσο πιο γρήγορα τον πήγαιναν τα πόδια του» και να πηδήξει από τον γκρεμό. Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ· στη συνέχεια, ο Τιμαγόρας πήρε τα κοκόρια υπό μάλης και ανέβηκε τρέχοντας κι αυτός στην Ακρόπολη, ακολουθώντας ένα ένα τα βήματα Μέλητου, σαν να τον έλκυε μια δύναμη παρά τη θέλησή του. Ο ερωτικά πολιορκημένος είχε αίφνης μετατραπεί σε πολιορκητή του εραστή του. Όταν έφτασε στο ίδιο ακριβώς σημείο, έδωσε μία και πήδηξε πάνω στο άψυχο κορμί του Μέλητου, έχοντας νιώσει πολύ αργά τον «αμοιβαίο έρωτα» (¢ντερασθεˆς), «έναν βραδύ έρωτα». Στο ίδιο σημείο της πτώσης μια κοινότητα μετοίκων που κατοικούσαν στην Αθήνα αφιέρωσαν έναν βωμό, όπου λάτρευαν τον «Αντέρωτα, τη Νέμεση του Τιμαγόρα».
Δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ βαθιά για να δούμε ότι η ιστορία του Μέλητου, που έτρεχε «φλογισμένος από έρωτα» όσο πιο γρήγορα τον πήγαιναν τα πόδια του και του αγαπημένου του να ακολουθεί ένα ένα τα βήματά του με «βραδύ έρωτα, καθρεφτίζει λίγο πολύ τις λαμπαδηδρομίες με τους δαυλούς που άναβαν στον βωμό του Έρωτα στην Ακαδημία. Ο θρύλος μεταμορφώνει τη σκυταλοδρομία σε «ερωτικό» κυνηγητό, κατά το οποίο ο ένας δρομέας καίγεται και μεταδίδει τη φλόγα του στον άλλον.
Υπήρχαν και άλλες αξιοσημείωτες λατρείες του σπουδαίου αυτού θεού. Οι Σπαρτιάτες θυσίαζαν στον έρωτα πριν εκστρατεύσουν, όπως και οι Κρήτες πριν από μια μάχη· τέτοιες παρόμοιες πρακτικές υπαινίσσονται, σχεδόν αναμφίβολα, μια κοινή καταγωγή σε μια εποχή πριν αποικιστεί η Κρήτη, τουλάχιστον στα πρώιμα χρόνια της πρώτης χιλιετίας π.Χ. Ο λαός της Σάμου εόρταζε τον έρωτα με μια μεγάλη γιορτή «Ελευθερίας»· οι πολυάριθμες ιστορίες για ζευγάρια εραστών που δολοφονούν τυράννους σημαίνουν ότι είναι απίθανο η σύνδεση ανάμεσα στον Έρωτα και την απελευθέρωση να είναι μονάχα θεωρητική στη Σάμο. Ο Έρως είχε τον δικό του ναό βαθιά σ’ ένα ιερό δασύλλιο γεμάτο πεσμένα φύλλα, απ’ όπου περνούσε ένα ποτάμι, σε μια πόλη της σπαρτιάτικης επικράτειας. Το μεγαλύτερο, ωστόσο, κέντρο της θρησκείας του Έρωτα στην κλασική Ελλάδα ήταν η πόλη των Θεσπιών.
Η θρησκεία, που θεωρούνταν πανάρχαια, επικεντρωνόταν στη λατρεία του Έρωτα με τη μορφή ενός βράχου, αν και οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τη φύση ή την τοποθεσία του εν λόγω βράχου παραμένει σκεπασμένη από μυστήριο. Μια ιστορία που αφορούσε την προέλευση της θρησκείας είναι παρόμοια με την ιστορία του Μέλητου· την ιστορία αυτή τη γνωρίζουμε μόνο από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιο, τον οποίο οι ρωμαιοκαθολικοί κατηγορούν για το «μεγάλο σχίσμα». Στον ελεύθερο χρόνο του ο Φώτιος έγραφε αναγνωστικές σημειώσεις για εκατοντάδες βιβλία που πλέον δεν υπάρχουν, ένα παράδειγμα της ειδικότητας που είχαν οι Βυζαντινοί για «περικοπές που τέρπουν την περιέργεια χωρίς να επιβαρύνουν την οκνηρία του κοινού». Σε αυτή την περίπτωση, ο Φώτιος (περ. 810-893 μ.Χ) παραθέτει το νόημα ενός κεφαλαίου που διάβασε σε ένα έργο που είχε γραφεί πριν από 900 χρόνια από κάποιον Κόνωνα, συγκαιρινό του Αυγούστου:
Στις Θεσπιές της Βοιωτίας (μια πόλη κοντά στο όρος Ελικώνα) υπήρχε ένα αγόρι, ο Νάρκισσος, πολύ όμορφο και αδιάφορο για τον Έρωτα και τους θαυμαστές [ἐραστ¦ς]. Παρόλο που η πλειονότητα των θαυμαστών του σήκωσε τα χέρια ψηλά και έπαψε να του κάνει έρωτα [ἐρῶντες], ο Αμεινίας δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τις απαιτήσεις του. Ωστόσο ο Νάρκισσος όχι μόνο δεν τον δέχτηκε αλλά του έστειλε ένα σπαθί, το οποίο ο Αμεινίας χρησιμοποίησε για να αυτοκτονήσει μπροστά στην πόρτα του Νάρκισσου, αφού έκανε πολλές προσευχές και ικεσίες στον θεό να πάρει εκδίκηση για λόγου του. Όσο για τον Νάρκισσο αντίκρισε την εικόνα του εαυτού του, την ομορφιά της όψης του, ως αντανάκλαση στα νερά μιας πηγής και έγινε ο πρώτος και μοναδικός αλλόκοτος ἐραστής του εαυτού του. Στο τέλος τα έχασε και όταν συνειδητοποίησε ότι εισέπραττε ακριβώς αυτό που του άξιζε επειδή περιφρόνησε τον έρωτα του Αμεινία αυτοκτόνησε. Από εκείνη δε την ημέρα και στο εξής οι Θεσπιείς αποφάσισαν να τιμούν τον Έρωτα σε υπέρμετρο βαθμό τόσο με δημόσιους εορτασμούς όσο και με ιδιωτικές θυσίες. Οι δε ντόπιοι πιστεύουν ότι το λουλούδι νάρκισσος φύτρωσε πρώτη φορά στο χώμα που χύθηκε το αίμα του Νάρκισσου.
Η τοποθεσία βρισκόταν κοντά στην κορυφή του όρους Ελικώνα. Στα χωράφια της περιοχής φυτρώνουν πολλοί νάρκισσοι (τουλάχιστον ο σερ Τζορτζ Γουέλερ τους είδε τον 17ο αιώνα) και η ομίχλη κάνει το βουνό τόπο μαγικό.
Η εκδοχή του Κόνωνα μοιάζει να είναι η αρχαιότερη σωζόμενη, απειροελάχιστα προγενέστερη του Οβίδιου, για τον μύθο του Νάρκισσου και κατά πάσα πιθανότητα η πιο πρωτότυπη και αυθεντική, αφού η ίδια βασική πλοκή –η απόρριψη των ανδρικών συνουσιών (coetus … viriles) από τον Νάρκισσο, η τιμωρία που οφείλεται στην κατάρα που του έριξε ένας από τους θαυμαστές του, η σταδιακή συνειδητοποίηση ότι είναι ερωτευμένος με την αντανάκλασή του– φαίνεται, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, πως αποτελεί τον πυρήνα για την πιο διάσημη εκδοχή του Οβίδιου. Ωστόσο ο Οβίδιος, όπως συνηθίζει, παρεμβάλλει ένα μεγαλοφυές ιντερλούδιο, με πρωταγωνίστρια την πάλαι ποτέ γλωσσού νύμφη Ηχώ, η οποία μπορεί πλέον να αποκρίνεται χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τις λέξεις που μόλις της έχουν πει. Παρόλ’ αυτά, το σημαντικό είναι ότι η Ηχώ μπορεί να τροποποιήσει το κείμενο κάνοντας περικοπές, έτσι ώστε ώρες ώρες να σημαίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που έπρεπε να σημαίνει. Κατά συνέπεια, ακόμα και πριν ο Νάρκισσος αντικρίσει την αντανάκλασή του στη λίμνη, ιδρωμένος και ξαναμμένος από το κυνήγι, κάνει ήδη κόρτε στον εαυτό του, με έναν φωναχτό διάλογο στις βουνοκορφές όπου έχει πάει για να κυνηγήσει άγρια ζώα. Οι ανήθικες προτάσεις γίνονται όλο και πιο λάγνες λεπτό το λεπτό, αν και στην πραγματικότητα μιλάει στον ίδιο του τον ενάρετο εαυτό, ενδίδοντας ανυποψίαστος στην ανδρική συνουσία που μέχρι τώρα απέρριπτε: «Huc comeamus, Ας συναντηθούμε σ’ αυτό το σημείο», λέει. Comeamus, «Ας γαμηθούμε», ανταπαντά η ηχώ της φωνής του. Πάντως ο Οβίδιος τριγωνοποιεί αυτή την οικεία ομοφυλοφιλική σχέση που δημιουργείται ανάμεσα σ’ ένα όμορφο παλικάρι και τον νυμφομανή άλλο του εαυτό παρενθέτοντας μια πραγματική, λάγνα νύμφη, τη δευτεράντζα ηρωίδα Ηχώ. Ο Νάρκισσος δεν αποπλανιέται από τη δική του τέλεια εικόνα αλλά από μια ατελή, συντομευμένη παραλλαγή της. Και είναι η αφαίρεση λέξεων που δημιουργεί το ερωτικό διπλάρωμα. Αν θέλουμε να γίνουμε ακόμα πιο φροϋδικοί, η ηχώ τού αποκαλύπτει την καταπιεσμένη επιθυμία που λανθάνει στον επιφανειακά αδιάφορο λόγο του, και η επιθυμία αποκαλύπτεται όχι προσθέτοντας λόγια αλλά με τις αφαιρέσεις της Ηχώς.
Για την ακρίβεια, όπως και στην Αθήνα, φαίνεται πως υπήρχαν τουλάχιστον δύο διακριτές θρησκείες του Έρωτα στις Θεσπιές (πιθανότατα πολλές περισσότερες). Η πιο ευρέως γνωστή ήταν αυτή στο κέντρο της πόλης. Εδώ η εταίρα Φρύνη αφιέρωσε ένα μαρμάρινο άγαλμα του Έρωτα που φιλοτέχνησε ο εραστής της, Πραξιτέλης, «έχοντας για καλούπι τον έρωτά του για εκείνη». Αυτός ο αστικός ναός μοιάζει να είναι το κεντρικό σημείο της ιδιωτικής λατρείας και αποπνέει ισχυρότατη γυναικεία αύρα. Εδώ ήρθε ο Πλούταρχος κατά τη διάρκεια της τετραετούς εορτής μουσικής και αθλητισμού που ονομαζόταν ἐρωτικά ή ἐρωτίδια με μια ολόκληρη παρέα φίλων και τη νύφη του λίγο μετά τον γάμο τους, ώστε εκείνη να θυσιάσει και να προσευχηθεί στον Έρωτα. Το εν λόγω προσκύνημα δεν αφορούσε τη σχέση τους· τόσο οι γονείς του όσο και οι δικοί της γονείς είχαν εμπλακεί σε μια λυσσαλέα διαμάχη, και οι νιόπαντροι χρειάζονταν τη βοήθεια του θεού για να τους συμφιλιώσουν. Πριν καλά καλά φτάσουν στην πόλη αναγκάστηκαν να φύγουν κακήν κακώς μαζί με όλους τους άλλους τουρίστες εξαιτίας μιας βίαιας διένεξης που είχε ξεσπάσει ανάμεσα σε αντίπαλες ομάδες οπαδών των διαγωνιζόμενων κιθαρωδών· ο χουλιγκανισμός δεν είναι τελικά επινόηση της εποχής μας. Πέρασαν τη νύχτα στο βουνό και το επόμενο πρωί κατέβηκαν πάλι στην πόλη· στον δρόμο έπιασαν κουβέντα με δύο ντόπιους σχετικά με τον θεό του τόπου, καθώς μια πλούσια νεαρή χήρα είχε προτείνει γάμο σε έναν έφηβο των Θεσπιών, και εκείνος είχε ζητήσει από τους φίλους του να τον βοηθήσουν να αποφασίσει αν θα δεχόταν ή όχι την πρόταση. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης έφτασαν νέα ότι η χήρα, που ανυπομονούσε να λάβει απάντηση, έβαλε να της απαγάγουν το παλικάρι την ώρα που αυτό έφευγε από το γυμνάσιο και αμέσως τον έγδυσε και τον έντυσε με ένα λαμπερό, λευκό γαμήλιο χιτώνιο.
Η ιστορία έχει μια ακαταστασία και βρίθει από αταίριαστες λεπτομέρειες που της δίνουν αέρα αυθεντικότητας, έτσι ώστε ενθαρρυνόμαστε να πιστέψουμε ότι ο Πλούταρχος πράγματι επισκέφτηκε τις Θεσπιές λίγο καιρό μετά τον γάμο του, για να τιμήσει τον μεγάλο θεό της πόλης με την ελπίδα να ζητήσει την επιρροή του για να συμφιλιώσει την οικογένειά του με την οικογένεια της συζύγου του, ότι θεώρησαν πως ήταν συνετό να απομακρυνθούν από την πόλη για μια νύχτα εξαιτίας των οξυμένων πνευμάτων που κυριαρχούσαν στα φαν-κλαμπ των κιθαρωδών και ότι πληροφορήθηκαν από έναν ντόπιο μια ιστορία που αφορούσε μια πλούσια νεαρή χήρα που σκόπευε να παντρευτεί ένα αγόρι. Ως προς αυτό το θέμα, διάφοροι ντόπιοι εξέφραζαν διαφορετικές απόψεις, αλλά όσον αφορά το τι είπαν και πώς το είπαν, η ευπιστία μου έχει κι αυτή τα όριά της.
Εν πάση περιπτώσει, όπως τα λέει ο Πλούταρχος, ένας από αυτούς τους ντόπιους ήταν θαυμαστής του εν λόγω αγοριού. Εξ ου και η κουβέντα γύρισε σε διαφωνία ως προς τα σχετικά πλεονεκτήματα του έρωτα των αντρών για τα αγόρια σε σύγκριση με τον έρωτα για τις γυναίκες ως συζύγους. Η παρέα του Πλούταρχου χωρίστηκε κι αυτή σε δύο στρατόπεδα, με τον νιόπαντρο Πλούταρχο να υπερασπίζεται τον γάμο. Ο διάλογος τελειώνει όταν φτάνουν ξανά στην πόλη και μαθαίνουν το μαντάτο ότι το κλεμμένο αγόρι καταπώς φαίνεται δέχτηκε την πρόταση. Μάλιστα το ευτυχισμένο πλέον ζεύγος πήγαινε στον ναό του θεού του Έρωτα για να θυσιάσει.
Μέσα στον ναό υπάρχει ένα άγαλμα της εταίρας Φρύνης δίπλα σε ένα άλλο της Αφροδίτης. Ωστόσο το πρωτότυπο άγαλμα του Έρωτα που φιλοτέχνησε ο Πραξιτέλης έχει αντικατασταθεί με αντίγραφο. Οι Ρωμαίοι κατάφεραν να αφήσουν κάτω τα ξερά τους από αυτό το δοξασμένο αριστούργημα για διακόσια χρόνια, αν και πλιατσικολόγησαν καθετί άλλο από τις Θεσπιές, «επειδή το άγαλμα ήταν ιερό». Ο αυτοκράτορας Καλιγούλας, ωστόσο, που δεν φημιζόταν καθόλου για την αυτοσυγκράτησή του, δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς και το πήρε στη Ρώμη. Ο επόμενος αυτοκράτορας, ο Κλαύδιος, το έδωσε πίσω, αλλά ο διάδοχός του, ο Νέρων, το ξαναπήρε στη Ρώμη, όπου και χάθηκε δια παντός στη Μεγάλη Πυρκαγιά, αυτή που κατά τα λεγόμενα άναψε από τη νεόφερτη, μοδάτη θρησκεία, «τους Πιστούς του Χρισμένου», που ήταν επίσης γνωστοί ως «Χριστιανοί».
Οι Έλληνες εξοργίστηκαν από αυτές τις αλλεπάλληλες ιεροσυλίες. Ήταν στον απόηχο αυτής της καταστροφής που ο Πλούταρχος διάλεξε να θυμηθεί την παλαιότερη επίσκεψή του στο ιερό. Μερικές δεκαετίες αργότερα ο Παυσανίας, ο περιηγητής, αφηγήθηκε ένα πολύ δηκτικό, σε συνδυασμό με τα συμφραζόμενα, ανέκδοτο σχετικά με το αρχικό δώρο προς τη Φρύνη πριν από μισή χιλιετία. Ο θαυμαστής της, ο σπουδαίος Πραξιτέλης, είχε υποσχεθεί στην αγαπημένη του το πιο όμορφο έργο του, αλλά αρνήθηκε να της πει τι ήταν. Έτσι λοιπόν η Φρύνη έβαλε έναν υπηρέτη να πάει τρεχάτος και να του πει ότι το εργαστήριό του είχε πιάσει φωτιά. «Τζάμπα δούλευα αν ο Έρως μου κι ο Σάτυρος χαθούν στις φλόγες», φώναξε ο Πραξιτέλης, κι έτσι η επιλογή της Φρύνης περιορίστηκε σε δύο πιθανότητες. Μάλιστα ο Παυσανίας θεωρούσε ότι διέκρινε το χέρι του εκδικητικού Έρωτα στο οικτρό τέλος που είχαν βρει πρόσφατα ο Καλιγούλας κι ο Νέρωνας, αφού ο Καλιγούλας φονεύτηκε από ένα μέλος της πραιτοριανής φρουράς, τον Χαιρέα, τον οποίο είχε προκαλέσει με επίμονα ερωτικά συνθήματα, τα οποία ο Χαιρέας έπρεπε στη συνέχεια να μεταβιβάζει στη νυχτερινή σκοπιά, με αποτέλεσμα την ασταμάτητη θυμηδία των φρουρών και το αυξανόμενα επικίνδυνο ρεζιλίκι του Χαιρέα· στην ελληνική εκδοχή, τα προκλητικά συνθήματα ήταν «Αφροδίτη» και «Πόθος». Και μήπως δεν είχε εμπλέξει ο Έρως τον Νέρωνα σε σκανδαλώδεις και αηδιαστικές πρακτικές με τις συζύγους του;
Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα, η επίσκεψη του αυτοκράτορα Αδριανού στις Θεσπιές το 124 μ.Χ. λαμβάνει βαρύτατες διαστάσεις. Έχοντας υπόψη τα ερωτικά προβλήματα των προκατόχων του, τα οποία είχαν προκληθεί λόγω των ιεροσυλιών τους κατά του μεγάλου θεού της Αγάπης στον πιο ιερό τόπο λατρείας του, ικέτεψε τον Έρωτα να τον ελεήσει, συντάσσοντας μια δική του προσευχή με οκτώ στίχους στα ελληνικά, αυστηρά ενδεκασύλλαβος ο καθένας.
Ω αγόρι, τοξότη, γιε της Κυπρίδος θεάς με τη λαγαρή φωνή,που ζεις στις Θεσπιές του Ελικώνακοντά στον ανθηρό κήπο του Νάρκισσου,δείξε έλεος. Δέξου το κεφάλιαυτής της θηλυκής αρκούδας που σου δίνει ο Αδριανός,και που ο ίδιος σκότωσε, χτυπώντας την έφιππος.Είθε, πάναγνε Έρωτα, να του εμφυσήσεις σε αντάλλαγμα γι’ αυτό,τη χάρη που πηγάζει από την Ουράνια Αφροδίτη.
Αυτό το μικρό απόσπασμα αυτοκρατορικής ποίησης ανακαλύφθηκε σε μια πέτρα όχι μακριά από τις Θεσπιές. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η περισσότερο από μέτρια σύνθεση ανήκει στον Αδριανό. Ωστόσο ο Έρως δεν εξευμενίζεται τόσο εύκολα. Έτσι, κατά την επόμενη περιήγησή του στην Ανατολή που έκανε ο ελληνικότερος των αυτοκρατόρων, ο Έρως έκανε τον Αδριανό να ερωτευτεί τον Αντίνοο της Βιθυνίας, της επαρχίας που βρίσκεται απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Ύστερα, το φθινόπωρο του 130, ο Αντίνοος πνίγηκε στον Νείλο. Η αντίδραση του αυτοκράτορα ήταν να καλλιεργήσει τις πλέον ασυνήθιστες τιμές για τον αξιολάτρευτο νεαρό άντρα: οργάνωσε αθλητικούς αγώνες, ίδρυσε θρησκείες, απέτισε θεϊκές τιμές, έδωσε το όνομά του σε μια πόλη και παρήγγειλε αναρίθμητα αγάλματα της υπέροχης κορμοστασιάς του, τα οποία δημιουργούν σε πολλούς σύγχρονους επισκέπτες επαρχιακών μουσείων μια απόκοσμη αίσθηση ότι αυτό το άγαλμα κάπου το έχουν ξαναδεί. Αυτή η εντυπωσιακή αύξηση στην τράπεζα δεδομένων της αρχαίας τέχνης πιστεύω ότι πρέπει να ιδωθεί ως πράξη ευλάβειας από πλευράς του Αδριανού, μια πράξη υπακοής στον εκδικητικό έρωτα που κατοικεί στις Θεσπιές και υπερασπίζεται με ανείπωτη λύσσα τα προνόμιά του.
Πέρα από τα όσα αποκαλύπτουν για τον Αδριανό, οι στίχοι του αυτοκράτορα αποκαλύπτουν επίσης ένα σημαντικό στοιχείο σχετικά με τον Έρωτα των Θεσπιών: εκτός από το διάσημο ιερό του στην πόλη, το οποίο επισκέπτονταν νύφες και εταίρες, ο θεός είχε και άλλο τόπο λατρείας ψηλά στον Ελικώνα, δίπλα στον «ανθηρό κήπο» του Νάρκισσου, ένα σημείο που καταπώς φαίνεται χρησιμοποιόταν για ερωτικά ραντεβουδάκια, αφού ο Οβίδιος βάζει το καημένο παλικάρι να ρωτήσει τα δέντρα του τόπου αν αντίκρισαν ποτέ εραστή τόσο δυστυχισμένο όσο τον ίδιο, αφού έχουν τόσο μεγάλη πείρα από εραστές: «εσύ που πρόσφερες κάλυμμα για πολλούς άντρες». Ίσως αυτό να ήταν (επίσης) το ιερό του Ουράνιου έρωτα που μοιάζει να κατονομάζει ο Αδριανός. Εξάλλου, καθόλου μακριά από εδώ βρισκόταν η Άσκρα, η ιδιαίτερη πατρίδα του Ησίοδου, ο οποίος, στη γενεαλογία των θεών που έγραψε, τη Θεογονία, εμπνεύστηκε από τις Μούσες του Ελικώνα να αναφέρει ρητά το όνομα της σπουδαίας θεότητας με την οποία μοιράζονταν το βουνό, έναν παλαιότερο, αρχέγονο Έρωτα, όχι τον γιο της Αφροδίτης αλλά μία από τις αρχαιότερες όλων των πρωτόγονων οντοτήτων που εμφανίστηκαν στη χαραυγή της δημιουργίας, ύστερα από το α) Χάος, β) τη Γη και γ) τον Τάρταρο – Ένα, Δύο, Τρία, Τέσσερα: Έρως.
Παρά τα στοιχεία που παρέχει ο Ησίοδος, κάποιοι αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τόσο την αρχαιότητα της θρησκείας του Έρωτα –φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να διαταθούν ότι ολόκληρη η ιστορία ξεκίνησε από την εταίρα Φρύνη και το διάσημο άγαλμά της– όσο και τη σύνδεση του Έρωτα με τον Νάρκισσο· «Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για κατάφορη μυθοπλασία, που συνδέει τα δύο γνωστά ονόματα των Θεσπιών», λες και θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει εκδοχή της τραγωδίας του Νάρκισσου στην οποία ο σπουδαίος τοπικός θεός να μη διαδραματίζει ρόλο.
Ωστόσο μια μικροσκοπική λεπτομέρεια στα νομίσματα της πόλης παρέχει, αν την προσέξουμε, αναμφισβήτητες αποδείξεις της σύνδεσης μεταξύ των δύο διασημότερων τέκνων των Θεσπιών. Τα νομίσματα κάθε πόλης φέρουν το σύμβολο της πιο σημαντικής θρησκείας του τόπου –π.χ. στην Αθήνα την Αθηνά και μια κουκουβάγια– και ο Έρως ήταν για τις Θεσπιές ό,τι ήταν η Αθηνά για την Αθήνα, αλλά τα νομίσματα των Θεσπιών χρησιμοποιούν το έμβλημα της ημισελήνου. Το συγκεκριμένο σύμβολο δεν ήταν παραπομπή στη θεά του φεγγαριού, Σελήνη, ούτε στη «Μαύρη Αφροδίτη», που επίσης λατρευόταν στις Θεσπιές, αλλά σύμβολο του Έρωτα, αφού έτσι φαίνεται το Φεγγάρι την τέταρτη ημέρα κάθε μήνα, την ιερή του μέρα, την ημέρα της εορτής του στην Αθήνα, λόγου χάρη, τα γενέθλιά του, δηλαδή. Διότι, όπως οι Μούσες του Ελικώνα επισήμαναν ακροθιγώς στον Ησίοδο, ο έρωτας είναι... ο «τεταρτογεννημένος» θεός – Ένα, Δύο, Τρία, Τέσσερα, Έρως.
Ωστόσο αυτό το μισοφέγγαρο μερικές φορές απεικονίζεται σαν να κείται οριζόντια κάτω από το όνομα της πόλης, σαν μεγάλο χαμόγελο, ενώ μερικές φορές υπάρχουν δύο μισοφέγγαρα, το ένα από πάνω, το άλλο από κάτω· άλλες φορές είναι πλάτη με πλάτη, σαν αντανακλάσεις το ένα του άλλου. Φυσικά έτσι ακριβώς θα φαινόταν το Φεγγάρι σε όποιον τύχαινε να κάνει ένα νυχτερινό προσκύνημα στην πηγή του Νάρκισσου την τέταρτη ημέρα της Σελήνης για μια περιπέτεια «ανδρικής συνουσίας» στα συνένοχα δάση με στόχο να γιορτάσει τα γενέθλια του Έρωτα. Η ημισέληνος είναι ο τεταρτογεννημένος Έρως και η Αντανάκλαση του Έρωτα, ή αλλιώς ο Έρως και ο Αντέρως· εναλλακτικά είναι πράγματι ο ίδιος νεαρός που αγαπά και αγαπιέται. Διότι, σύμφωνα με μια κατά τα άλλα απρόσμενη μεταγενέστερη παράδοση, ο Νάρκισσος δεν ήταν Θεσπειός αλλά γιος του Ενδυμίωνα και της Ημισελήνου. Ο δε μικρός πήρε από τη μάνα του: «Έχεις τη μορφή ουράνιου σώματος, το είδωλο της Ημισελήνου, τέλεια ομοιότητα με τον χαριτόβρυτο Νάρκισσο». Έτσι όπως ψάχναμε το εξαφανισμένο κορμί του Νάρκισσου, φωνάζοντάς τον στα βουνά πάνω από τις Θεσπιές και ακούγοντας μονάχα την ηχώ της δικής μας φωνής, κοιτάζοντας στη λίμνη του και βλέποντας μονάχα την αντανάκλαση του ουρανού, δεν καταφέραμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η αντανάκλαση ήταν αυτός· όλη αυτή την ώρα μας κοίταζε κατάματα.
Η τραγωδία του Νάρκισσου αντιπροσωπεύει όχι την ουσία του ομόφυλου έρωτα, όπως κάποιοι πίστεψαν, αλλά της επικίνδυνης παρεμπόδισής του. Μπορεί να ειπωθεί ότι ο Νάρκισσος δεν επανακαλύπτει απλά έναν οποιοδήποτε παλιό Έρωτα, αλλά τον πανάρχαιο Έρωτα του όρους Ελικώνα του Ησίοδου, το τέταρτο ον που δημιουργήθηκε στην πλάση, ότι ο Έρως προηγείται της εξατομίκευσης, της διάκρισης και της απομόνωσης, είναι η λούμπεν γκουμούτσα ενός Υποκειμένου δίχως Αντικείμενο, τον αρχέγονο βάλτο του Εαυτού. Ο Νάρκισσος ταξίδεψε πίσω σε εποχές όταν ήταν το μοναδικό αγόρι στον κόσμο. Είναι το μοναδικό αγόρι. Σε άλλο έργο, ο Οβίδιος, με μεστή συνοπτικότητα αντιστρόφως ανάλογη της φλυαρίας που επιδεικνύει στις Μεταμορφώσεις, βάζει τον τύπο επί των ήλων: «Καημένο αγόρι, ήσουν η μοναδική σου εναλλακτική λύση». Ένα, Ένα, Ένα, Νάρκισσος.
Ο œρως ως μονόδρομος
Ο œρως είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, εντελώς μονόπλευρος. Μπορεί κάποιος να σε λαχταρά, να σε αγαπά (φιλεῖν), να σε ποθεί «αλληλοπαθώς» (¢ντι-) χωρίς πρόβλημα, αλλά για τους Έλληνες δεν μπορεί να υπάρχει αμοιβαίος έρωτας, όχι ταυτόχρονα. Ο Έρως δεν λειτουργεί έτσι. Είναι ξενιστής, ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή που σε πάει από μια κατάσταση σε μιαν άλλη. Πρέπει πρώτα να αυτοκτονήσει ο Μέλητος ώστε ο Τιμαγόρας να μαραζώσει κι αυτός με έναν εξίσου απελπισμένο και «αλληλοπαθή» καταστροφικό έρωτα (¢ντερασθεˆς), και η ιστορία του Νάρκισσου απλούστατα συμβάλλει στο να τονίσει την παράδοξη φύση ενός τέλεια συνταιριασμένου Έρωτα – δύο νεαρά παλικάρια, της ίδιας ηλικίας, να λιώνει το ένα για το άλλο. Στην πραγματικότητα, ο Αντέρως τις περισσότερες φορές σημαίνει όχι «αλληλοπαθής έρωτας» αλλά «αντίθετος Έρως»· υπονοεί έναν ανταγωνισμό, μια σύγκρουση ή απλά τον εκδικητικό θεό του Μέλητου που παίρνει εκδίκηση για λογαριασμό των περιφρονημένων εραστών, και τον οποίο κατά καιρούς επικαλούνται σε καταδέσμους, τον τρομακτικό δαίμονα που η βασίλισσα Διδώ, για παράδειγμα, λέγεται ότι επικαλέστηκε όταν την απέρριψε ο Αινείας.
Μετά τον χριστιανικό προσηλυτισμό του Κωνσταντίνου, ο πεισματικά ειδωλολάτρης Θεμίστιος διηγήθηκε μια ιστορία για αυτό το ζευγάρι. Η Αφροδίτη ανησυχούσε για τον γιο της, τον Έρωτα, επειδή φαινόταν κατσιασμένος. Τη συμβούλεψαν ότι χρειαζόταν έναν αδελφό, κι έτσι η Αφροδίτη γέννησε τον Αντέρωτα. Ο Έρωτας γρήγορα άρχισε να μεγαλώνει, τώρα που είχε αντίπαλο στο προσκήνιο, κι οι δυο τους ανταγωνίζονταν ποιος θα μεγαλώσει περισσότερο. Το ίδιο ζευγάρι απεικονίζεται να παλεύει στην παλαίστρα (το προπονητήριο ενός γυμνασίου) της Ήλιδας, έδρας των Ολυμπιακών Αγώνων. Αν ο Έρως ήταν γιος του αρχετυπικού ευτυχισμένου ζευγαριού, του Ερμή και της Αφροδίτης, ο Αντέρως θα έπρεπε να είναι γιος του Άρη, θεού του πολέμου. Είναι ο Εμποδισμένος Έρωτας.
Ο Πλάτων ισχυρίζεται, κατ’ εξαίρεση, ότι το αγαπημένο αγόρι όντως αισθάνεται œρωτα αλληλοπαθώς, έναν αντι-œρωτα που είναι το εναντιόμορφο είδωλο του έρωτα που αισθάνεται ο θαυμαστής του. Αυτός ο αντι-έρωτας θα οδηγήσει το αγαπημένο αγόρι να ξεκινήσει το δικό του ταξίδι στην αγάπη, αλλά στην πράξη δεν πρόκειται για œρωτα για τον ἐραστήν του. Το αγόρι δεν ξέρει με τι είναι ερωτευμένο· σαν τον Νάρκισσο, είναι «χαμένο» και τελικά ερμηνεύει λάθος τον έρωτα και τον αποκαλεί φιλία. Παρόλ’ αυτά, η συγκεκριμένη παράγραφος είναι πολύ αλλόκοτη, και η επιμονή του Πλάτωνα για τον έρωτα που πυροδοτείται από τον Έρωτα παίζει κομβικό ρόλο για το δικό του αλλόκοτο επιχείρημα, όπως θα δούμε. Ακόμα και στον σπουδαίο μύθο του Αριστοφάνη στο Συμπόσιο, στο οποίο ισχυρίζεται ότι οι εραστές είναι τα μισά μιας κάποτε ολόκληρης οντότητας που αναζητούν να επανενωθούν με το άλλο τους μισό, ο œρως μοιάζει μονόπλευρος. Το ένα ήμισυ του ομοφυλοφιλικού πρωτογενούς πλάσματος είναι ο ἐραστής και κάνει όλη τη δουλειά, ενώ ο άλλος είναι ο φιλεραστής, «αυτός που αγαπά (φιλεῖν) αυτόν που είναι ερωτευμένος».
Πριν προσπαθήσουμε να λύσουμε αυτό τον γρίφο, ας ρίξουμε μια ματιά σε αυτόν τον ἐραστήν και τον πληθυντικό του, τους ἐραστάς: «εραστής», «θαυμαστής», «υπέρμαχος κάποιου», «ένθερμος για κάτι», «που τρέφει αδυναμία σε», αναγράφει το λεξικό μου. Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε είναι ότι αρχικά η λέξη μοιάζει να ήταν ένας ειδικά αθηναϊκός (αττικός) όρος· οι άλλοι Έλληνες είχαν άλλες λέξεις για πιθανώς διαφορετικούς ρόλους, αλλά αφού η αττική διάλεκτος κυριαρχεί σε πολύ μεγάλο τμήμα της ελληνικής γραμματείας (εξ ου και λέμε Ποσειδώνας και όχι Ποτίδας, Ποτιδάν ή Ποοίδαν, Ζευς και όχι Ζας, Ζαν ή Ταν, Διόνυσος και όχι Ζόννυσσος), βρίσκουμε ότι αυτοί οι αθηναϊκοί όροι ἐραστής και ἐρώμενος εμφανίζονται σε μαρτυρίες ομόφυλου σεξ στις Θεσπιές και τη Σπάρτη, λόγου χάρη, παρότι ως λέξεις πιθανώς ταίριαζαν ατελώς στους τοπικούς ρόλους και πρακτικές.
Το δεύτερο πράγμα είναι ότι, άσχετα από την ορολογία, υπάρχουν δύο εντελώς διακριτοί τύποι ἐραστῶν και δύο εντελώς διαφορετικά είδη ελληνικού αγαπάν:
- Οι ἐρασταί-σκυλολόι, που απεικονίζονται ως λυσσάρηδες, οπαδοί, τσιμπούρια ή μνηστήρες και που ανταγωνίζονται μεταξύ τους ποιος νιώθει τη μεγαλύτερη λατρεία για ένα αγόρι – ποιος θα πει πιο αλλοπρόσαλλα κολακευτικό τραγούδι, ποιος θα δώσει τις πιο υπερβολικές υποσχέσεις ή το μεγαλύτερο μπουκέτο λουλούδια, και
- Ο επίλεκτος, ο νικητής, ο ένας και μοναδικός, ο υπερ-ἐραστής, που καταφέρνει να συνοδέψει το αγόρι στους αθλητικούς αγώνες του – ο χορηγός του, το δημόσια αναγνωρισμένο έτερο ήμισύ του.
Ο πρώτος τύπος, ο άλφα, των θαυμαστών και των μνηστήρων, είναι κατά κράτος ο πιο πολυάριθμος και εμφανίζεται νωρίτερα στη γραμματεία, αν και πολύ αργά, τον 5ο αιώνα π.Χ. Αλλά όπως ακριβώς ο Έρως δεν είναι απαραίτητα ερωτικός, έτσι και ανάμεσα σε αυτούς τους ἐραστάς, οι «θαυμαστές αγοριών ειδικά» στην αρχή αποτελούν μειονότητα. Ένα από τα πρώτα παραδείγματα της λέξης στη λογοτεχνία προήλθε, υποτίθεται, από το στόμα του σπουδαιότερου πολιτικού άνδρα της Αθήνας, του Περικλή, το 430 π.Χ., όταν έκανε μια δημηγορία σχετικά με εκείνους που είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια του πρώτου ολόκληρου χρόνου του εξαντλητικού πολέμου της Αθήνας με τη Σπάρτη. Σε αυτό τον λόγο, λέει ο Θουκυδίδης, ο Περικλής ζήτησε από τους πολίτες της πόλης να γίνουν ἐραστaˆ της Αθήνας, δηλαδή «να γεμίσουν αγάπη» για την πόλη τους.
Μετά τους «εραστές της Αθήνας» του Περικλή, συναντάμε τους «ἐραστής του πολέμου» και κάνα δυο φιλόδοξους «ἐραστάς της τυραννίας». Ένας «παίδων ἐραστής», στον Ευριπίδη δεν είναι παιδόφιλος αλλά κάποιος που είναι «ένθερμος ν’ αποκτήσει» γιους, ενώ ένας ἐραστής «του τι σκαρώνει ο κόσμος» στον Αριστοφάνη είναι μια διαφορετική λέξη για τον πληροφοριοδότη ή τον κουτσομπόλη. Η χρήση της λέξης από τον Περικλή στον Επικήδειό του μάς δίνει μια ιδέα για το τι σημαίνει να είσαι ἐραστής. Φαίνεται πως ο Περικλής ζητούσε από τους επιζήσαντες στρατιώτες να δείξουν ανιδιοτελή λατρεία και ηρωική αυτοθυσία για χάρη της Αθήνας. Πρόκειται για ένα κεντρικό μοτίβο της λογοτεχνίας του œρωτος. Ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα, που ξαναμπαίνει στη μάχη, αν και γνωρίζει ότι θα βρει βέβαιο θάνατο, για χάρη του πολυαγαπημένου Πάτροκλου, είναι το παράδειγμα που έρχεται άμεσα στο μυαλό, και στην Αθήνα σίγουρα οι πολίτες θα ανακαλούσαν τον Αριστογείτονα, που έδωσε τη ζωή του για να εκδικηθεί μια προσβολή εναντίον της οικογένειας του γκόμενού του κατά τη διάρκεια των ζοφερών χρόνων της δικτατορίας του 6ου αιώνα. Το αγαπημένο ζευγάρι έλαβε τιμές ηρώων στην καρδιά της πόλης. Στις Θεσπιές, τη γενέτειρα του έρωτα, ο λαός πιθανότατα θα σκεφτόταν τον Μενέστρατο, του οποίου ο ἐρώμενος, ένας έφηβος, ετοιμαζόταν να προσφερθεί σε ένα γιγάντιο φίδι που τρομοκρατούσε την πόλη. Ο Μενέστρατος προσφέρθηκε να πάρει αυτός τη θέση του, αλλά πρώτα καλύφθηκε με αγκίστρια ψαρέματος ώστε το τέρας να πεθάνει την ώρα που τον κατάπινε. Έσωσε την πόλη με την αυτοθυσία του, και η παράξενη πανοπλία του φαίνεται ότι μνημονεύεται στο λατρευτικό άγαλμα του Διός Σωτήρα.
Αν ο θαυμαστής κοιτάζει ένα παλικάρι με παθιασμένη λατρεία, ο αγαπώμενός του, στην προκειμένη περίπτωση η πόλη της Αθήνας, τον παρατηρεί από απόσταση και περιμένει από αυτόν να μη δείξει κανένα ίχνος άνανδρης δειλίας όπως ένα τραύμα στην πλάτη καθώς λακίζει, παρότι ακόμη και ο γενναιότερος ἐραστής μπορεί να σκοντάψει και να καταλήξει, ω τι φρίκη, πεσμένος μπρούμυτα στο χώμα: «Μη μου προξενήσεις μια επονείδιστη και δειλή πληγή, αλλά χτύπα με μπροστά στο στήθος, ώστε ο αγαπημένος μου (ἐρώμενος) να μη με καταδικάσει για δειλία και διστάσει να ετοιμάσει τη σορό μου για ταφή». Δεν είναι φοβερά δύσκολο να κατανοήσουμε αυτό που ο Περικλής του Θουκυδίδη προσπαθούσε να πει όταν ενθάρρυνε τους πολίτες να πολεμήσουν σαν ἐρασταί, σαν άνδρες απελπισμένα ερωτευμένοι με την πόλη τους.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι μια εντυπωσιακή μεταφορά. Υπαινίσσεται μια παράξενη –για τους Έλληνες πολύ παράξενη– απόσταση ανάμεσα στους πολίτες και την ίδια τους την κοινωνία, λες και είναι ένα απόμακρο αντικείμενο της φαντασίωσής τους. Ο Περικλής ζητά τη δουλοπρεπή αλλά έντιμη και ανταγωνιστική αφοσίωση που χαρακτηρίζει τους ἐραστάς. «Υπηρετήστε την πατρίδα σας», λέει ο Περικλής με τον πιο γλυκό τρόπο που υπάρχει, αρχίζοντας να μοιάζει λιγάκι με τον Θείο Σαμ που σε καρφώνει στα μάτια και σε δαχτυλοδείχνει από μια αφίσα στρατολόγησης, αν και στην προκειμένη περίπτωση η αφίσα θα έδειχνε μια εικόνα όχι του Περικλή αλλά της ολοκαίνουργιας Ακρόπολης του Περικλή, με όλη της την πάλλευκη και χρυσή μεγαλοπρέπεια και με μικρούς Ερωτιδείς να φτερουγίζουν γύρω από τους κίονες και τα αετώματα. Πριν οι πολίτες μιας κοινωνίας γίνουν υποκείμενα-υπήκοοι ενός αφηρημένου κράτους-έθνους, πρώτα γίνονταν, καταπώς φαίνεται, υποκείμενα αγάπης για αυτή.
Το αντικείμενο του έρωτα ενός παθιασμένου θαυμαστή ονομάζεται ἐρώμενος ή, αν είναι θηλυκού γένους, ἐρωμένη, παθητική μετοχή του ρήματος ἐρ©ν που σημαίνει να είσαι ερωτευμένος/η με κάποιον· η λέξη ἐρώμενος σημαίνει τον «απελπισμένα αγαπώμενο», «αυτόν με τον οποίο κάποιος είναι ερωτευμένος» ή, σύμφωνα με τη Σούδα, τη βυζαντινή εγκυκλοπαίδεια, «ο λατρεμένος των ἐραστῶν, Ð Øπό ἐραστῶν ¢γαπώμενος», που συνήθως μεταφράζεται από τους σύγχρονους μεταφραστές ως «αγαπημένος/αγαπώμενος», αν και πιθανώς η λέξη υπονοεί επίσης μια σχέση κτητικότητας. Είναι σημαντικό, θεωρώ, ότι καμία από τις δύο λέξεις ἐραστ¾ς/ἐρώμενος, που χρησιμοποιούν οι Αθηναίοι για τα άτομα που μπλέκονται στα δίχτυα του Έρωτα δεν ακούγεται τρομερά τεχνική ή εξειδικευμένη. Διότι φαίνεται πως υπήρχαν πράγματι εξειδικευμένοι όροι σε άλλες πόλεις, κυρίως στη Σπάρτη, την Κρήτη και τη Θεσσαλία.
Αφού ο ἐραστής είναι πολύ απλά κάποιος που είναι ερωτευμένος με κάποιον, είναι εξαιρετικά πιθανό αυτός με τον οποίο είναι ερωτευμένος, ο ἐρώμενος, να έχει απόλυτη άγνοια για την εν λόγω λατρεία. Κατά συνέπεια, ο Πλάτων δεν έχει κανένα πρόβλημα με την ιδέα ενός «κρυφού θαυμαστή», έναν κρυπτοεραστή που προσπαθεί να αποπλανήσει ένα αγόρι με το να προσποιείται ότι δεν είναι ἐραστής ενώ στην πραγματικότητα είναι! Σε έναν άλλο διάλογο ο Πλάτων περιγράφει έναν νεαρό ἐραστήν που παρατηρεί μέσα από το πλήθος τον αγαπημένο του να μιλάει με τον Σωκράτη. Μπορεί να είναι άκρως παθιασμένος αλλά εμφανέστατα είναι πολύ μακρινός θαυμαστής. Πράγματι, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το Αγόρι γνωρίζει στ’ αλήθεια τι περνάει ο θαυμαστής του. Διότι μπορεί μεν ο ἐραστής να έχει κάνει τους φίλους του να θέλουν να πεθάνουν από πλήξη, ωστόσο προσπαθεί να κρύψει το αίτιο της εμμονής του από το ίδιο το Αγόρι, από φόβο μην το προσβάλει. Όταν φαίνεται ότι ο Σωκράτης ετοιμάζεται να αποκαλύψει τα πάντα –«ο φίλος μου σε γουστάρει και κάθεται και γράφει τραγούδια για λόγου σου»– και να τον φέρει στην κουβέντα, ο ἐραστής αρρωσταίνει από την αγωνία. Ο Σωκράτης συνειδητοποιεί την ύστατη στιγμή ότι θα ήταν μεγάλο σφάλμα και δεν κάνει τίποτα τελικά. Μερικές φορές, άρα, φαίνεται πως η σχέση ανάμεσα σε έναν ἐρώμενον και τους θαυμαστές του μοιάζει περισσότερο με τη σχέση που έχει ένας αθλητικός αστέρας με τους φαν του, μια αφίσα που κολλάς στους τοίχους του δωματίου της ψυχής σου. Σε τέτοιες περιπτώσεις το να είσαι θαυμαστής συνεπάγεται αρκετή ορατή δράση, το να εκτελείς έναν συγκεκριμένο κοινωνικό ρόλο. Λόγου χάρη, οι θαυμαστές του Νάρκισσου μπορούσαν να πάψουν να «κάνουν έρωτα» (ἐρῶντες), που φυσικά δεν σημαίνει ότι έπαυαν «να κάνουν σεξ» με τον πάναγνο νεαρό, ούτε καν ότι έπαυαν να «είναι ερωτευμένοι μαζί του», αλλά ότι «διέκοπταν τις ερωτικές πρακτικές τους». Οι δε Αθηναίοι μπορούσαν να ψηφίσουν νόμο που απαγόρευε στους δούλους «να ερωτεύονται (ἐρ©ν) ελεύθερα αγόρια, το οποίο ακούγεται ανόητο και άτοπο, αν δεν αντιληφθούμε ότι αυτό που απαγόρευε ο νόμος ήταν συγκεκριμένους τύπους φανερής συμπεριφοράς. Κατά παρόμοιο τρόπο, όταν ο Ξενοφώντας χύνει δηλητήριο για τον θεσπέσια όμορφο Μένωνα της Θεσσαλίας, που είχε το θράσος να είναι ἐραστής κάποιου με γένια, εννοεί ότι ο Μένωνας «εκτέλεσε τον ρόλο του ἐραστoà», δηλαδή τον κυνηγούσε, τον κόρταρε και του αγόραζε δώρα.
Καλώς εχόντων των πραγμάτων, ωστόσο, ένας από τους θαυμαστές θα νικήσει τους αντίζηλούς του και τότε θα του προσφερθεί η ευκαιρία να αναπτύξει μια αποκλειστική σχέση με το αγόρι, ορισμένες φορές συνάπτοντας ξεκάθαρα μια δημόσια αναγνωρισμένη σχέση. Στην Κρήτη οι τίτλοι φιλήτωρ και κλεινός (ένδοξος) αποδίδονταν επίσημα με την ολοκλήρωση μιας γαμήλιας τελετής στον θαυμαστή και τον θαυμαζόμενο αντίστοιχα. Στην Κρήτη και τη Θεσσαλία, πατρίδα του Αχιλλέα και του Πάτροκλου, οι αντίστοιχοι όροι ήταν εἰσπν»λας «ο εισπνέων»[1] (;) και ¢ΐτης «αύρα»(;). Στην Αθήνα ωστόσο δεν είναι σαφές ποιες λέξεις μπορούσαν να διακρίνουν αυτό το νέο στάδιο της σχέσης –«γκόμενοι», «σύντροφοι»– από τον τύπο του πιο απόμακρου θαυμασμού. Όταν ο Θουκυδίδης θέλει να δώσει έμφαση ότι η σχέση ανάμεσα στους επονομαζόμενους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα ήταν βαθύτερη από ένα απλό φλερτ λέει: «Ο Αριστογείτων ήταν ἐραστής του Αρμοδίου και τον είχε». Τι εννοεί; Το λεξικό δηλώνει ότι πρόκειται για την ίδια χρήση του «έχω» όπως όταν οι Έλληνες αναφέρονται σε παντρεμένα ζευγάρια: «έχω ως σύζυγο». Κατά συνέπεια, όταν ο αδελφός του τυράννου «την έπεσε» στο αγόρι, ο Αριστογείτων «εξοργίστηκε όπως ο άνθρωπος που είναι παθιασμένα ερωτευμένος [ἐρωτικῶς περιαλγήσας].
Σε άλλες εκδοχές της παραπάνω ιστορίας, ο Αρμόδιος είναι κάτι σαν τσιράκι του Αριστογείτονα και αποκαλείται τα παιδικά του. Παιδικά σημαίνει «ευνοούμενος» ή «αγαπούλα» και χρησιμοποιείται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες (αφού είναι το ουδέτερο σε πληθυντικό, πρβλ. «ώπα κάτι μωρά»!). Επίσης μοιάζει σχεδόν συνώνυμο με το ἐρώμενος/ἐρωμšνη, αν και ενδέχεται να είναι πιο συγκεκριμένο, προσιδιάζοντας έναν στενότερο τύπο σχέσης. Ο Πλάτων περιγράφει τον Αγάθωνα, «μετά βίας Δεκαοχτώ», ως παιδικά του Παυσανία, στην αρχή μιας σχέσης που θα διαρκέσει δεκαετίες. Ο ρήτορας Λυσίας, ένας πολύ ώριμος άνδρας, περιγράφεται ως παιδικά του Φαίδρου, ενώ ο ρήτορας Ισοκράτης, που πιθανότατα ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, περιγράφεται ως παιδικά του Σωκράτη. Δεν νομίζω ότι πρέπει να φανταστούμε ότι υπονοείται ιδιαίτερη σεξουαλική σχέση σε κάποια αυτές τις περιπτώσεις. Ο Σωκράτης και ο Φαίδρος είναι «παθιασμένοι οπαδοί» των δύο συγγραφέων αντίστοιχα, όπως επισημαίνει η βυζαντινή εγκυκλοπαίδεια.
Πιθανώς ένας όρος που χρησιμοποιόταν για αυτούς που είχαν σχέση ήταν ˜ταῖρος, «ερωτικός/φιλικός σύντροφος», αν και είναι πολύ κοινή λέξη και μπορεί επίσης απλώς να σημαίνει «συνεργάτης». Ο Πάτροκλος είναι ο «αγαπητός σύντροφος» του Αχιλλέα, ενώ ο αρχαίος ποιητής Θέογνις παραπονιέται για τη δολιότητα ενός αγοριού «το οποίο πίστευα ότι μπορούσα να κάνω απ’ όλους τους άντρες πιστό μου σύντροφο (πιστός ˜ταῖρος)· τώρα η όψη του και μόνο αρκεί για να απωθήσει τους άντρες από την αγάπη για τα αγόρια (παιδοφιλεῖν). Αντιθέτως, μια γυναίκα ποτέ δεν μπορεί να έχει «πιστό σύντροφο»· η μοίρα της είναι «πάντα να αγαπά [φιλεῖν] τον άνδρα που τυχαίνει να βρίσκεται εκεί [παρέοντα]». Ο Σωκράτης συνοψίζει το δια βίου χόμπι που είχε να κάνει «ερωτική συλλογή φίλων», αποκαλώντας τον εαυτό του «εραστή συντρόφων» (φιλέταιρος). Αν και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχει εμφανής σεξουαλική ή καν ερωτική συμπαραδήλωση στη λέξη ˜ταῖρος, παρόλ’ αυτά, είναι ο αρσενικός τύπος της ˜ταίρaς, που σημαίνει πόρνης πολυτελείας. Το δε ρήμα που σχηματίζει, ˜ταiρῶ, σχεδόν πάντα υπονοούσε όχι μόνο σεξουαλική σχέση αλλά σεξ επί χρήμασι, «πορνεύομαι». Ίσως να υπήρχε αυτή η υποψία μισθαρνίας όταν ο Ιησούς αποκαλεί τον Ιούδα ˜ταῖρο (που συνήθως μεταφράζεται ως «φίλος»), όταν εκείνος τον φιλά και τον προδίδει για τα αργύρια.
Αποκτά βαρύτητα το να κατανοήσουμε τις συμπαραδηλώσεις του ˜ταῖρος όταν εξετάζουμε τη μακροβιότητα των ομόφυλων σχέσεων (πίσω από τους φαινομενικά ουδέτερους όρους όπως «φίλοι» και «σύντροφοι» μπορεί να κρύβεται η έννοια «γκόμενοι») αλλά και την αρχαιότητα του φαινομένου καθεαυτού. Διότι ο ˜ταῖρος έχει πολύ αρχαιότερη προέλευση από όρους όπως ἐραστής: «Μη φέρεσαι στον σύντροφό σου σαν να είναι ίσος με τον αδελφό σου», συμβουλεύει ο Ησίοδος τον λιγότερο από αδελφικό αδελφό του, Πέρση, στο Έργα και Ημέρες. «Κι αν το κάνεις...» Αυτός ο ˜ταῖρος ήδη φαίνεται πως είναι σχέση... αποκλειστική: «Το στάτους του ˜ταῖρου μοιάζει να είναι αρκετά επίσημο ζήτημα, ένα στάτους που προσεγγίζει τη συναισθηματική οικειότητα και δέσμευση που περιμένει κανείς από συγγενείς». Ήδη λοιπόν από γύρω στα 680 π.Χ. έχουμε μια επίσημη ομόφυλη σχέση στον Ελικώνα, και δεν θα προκαλούσε έκπληξη να μάθουμε ότι ο τοπικός θεός, ο Έρως, ήδη έπαιζε σημαντικό ρόλο στο να την καταστήσει εφικτή.
Το τόξο του Ερωτιδέα
Γιατί όμως οι Έλληνες πίστευαν τόσο σθεναρά ότι ο œρως αφορούσε μόνο τον ἐραστήν; Καταρχάς πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ο œρως προαπαιτεί μια κάποια απόσταση από το ερωτεύσιμο αντικείμενο, μια ορμή να πας προς τα εκεί. Τα φτερά του είναι εμβληματικά. Οι μορφές που έχουν φτερά στην ελληνική τέχνη συχνά είναι αγγελιοφόροι ή εμψυχωτές: οι άνεμοι, ο γοργοπόδαρος Ερμής (θεός των ταξιδιών), η Ίρις (το ουράνιο τόξο, αγγελιοφόρος μεταξύ γης και ουρανού), η καυλωμένη θεά Αυγή, που πετά στον ουρανό και ορμά σε ανυποψίαστους κυνηγούς. Τα φτερά του Έρωτα τον εντάσσουν στην ίδια κατηγορία κοσμοϊστορικών προσωπικοτήτων. Δεν μιλάμε για τη μόνιμη, σταθερή, οικεία αγάπη που νιώθεις για τη μητέρα σου, τον σύζυγό σου ή τη γατούλα σου· η αγάπη για την οποία μιλάμε δεν είναι η αγάπη του «σ’ αγαπάω»· είναι η αγάπη που σου κόβει την ανάσα.
Η ελληνική γλώσσα μεταδίδει αυτή την αίσθηση απόστασης βάζοντας κατάληξη γενικής στο αντικείμενο-αποδέκτη του έρωτα (-ής, -ου, -ίδος, -ατος) καθιστώντας το «έμμεσο αντικείμενο», την ίδια γενική κατάληξη που χρησιμοποιείται για τα ρήματα γεύσης, οσμής, ακοής. Η αγγλική γλώσσα, που συνταξιοδότησε πριν από πολύ καιρό σχεδόν όλες αυτές τις αιτιατικές και έμμεσες γενικές, δύναται να μεταδώσει αυτή την αίσθηση απόστασης μέσω άβολων προθέσεων «λαχτάρα για», «έλξη προς», «ερωτευμένος με». Παρόλ’ αυτά, διατηρούμε στην αγγλική ίχνη των έμμεσων αντικειμένων στις προσωπικές αντωνυμίες, οπότε μια ωμή μετάφραση των ελληνικών εκφράσεων τέτοιων ρημάτων δεν θα ήταν «τον αγαπώ», «με αγαπά», «τη μύρισα», «με άκουσε», αλλά «του μύρισα», «μου άκουσε», «του αγαπώ», «μου αγαπά».
Ήδη από την αρχαιότητα οι γλωσσολόγοι προβληματίζονταν για αυτή τη γλωσσική παραδοξότητα και αναρωτιόντουσαν τι σήμαινε για τη φύση του œρωτος . Το 1905 ο Μπάζιλ Λαννώ Γκίλντερσληβ, που πολέμησε στο ιππικό του στρατού των Νοτίων στον Αμερικανικό Εμφύλιο χάνοντας το άλογό του και τον Όμηρο τσέπης στον πόλεμο, αναρωτήθηκε αν κάτι τόσο ψυχρό όπως το συντακτικό μπορεί να παράσχει αποκαλυπτικά στοιχεία για την ψυχολογία. Επέστησε την προσοχή του σε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα μιας αρχαίας πραγματείας Περί συντακτικού ενός ελάχιστα διαβασμένου αρχαίου φιλολόγου που ήταν γνωστός ως Απολλώνιος ο Οξύθυμος (Δύσκολος). Το «βλέπω» έπαιρνε άμεσο αντικείμενο (σε αιτιατική), ενώ τα άλλα ρήματα αισθήσεων έπαιρναν έμμεσο, παρατήρησε. Αυτό συνέβαινε επειδή η όραση ήταν έντονα ενεργητική. Μπορούσες να αποκλείσεις το αντικείμενο που ζητά την προσοχή σου κλείνοντας απλώς τα μάτια σου· μπορούσες, αν ήθελες, να αρνηθείς να δεις. Αντιθέτως ως υποκείμενο δεν διαφέντευες εξίσου τις υπόλοιπες αισθήσεις σου – οι θόρυβοι γέμιζαν τα αυτιά σου, οι οσμές παραβίαζαν τα ρουθούνια σου· σε αυτές τις περιπτώσεις ήσουν (κατά κάποιο τρόπο) παθητικός. Ο Απολλώνιος στη συνέχεια εξετάζει το ρήμα «είμαι ερωτευμένος», ἐρ©ν· ήταν περισσότερο σαν το μυρίζω παρά σαν το βλέπω, βάζοντας τον θαυμαστή σε έναν ημιπαθητικό ρόλο: «Όλοι ξέρουν ότι το να είσαι ερωτευμένος σημαίνει να επηρεάζεσαι [προσδιατίθεσθαι] από τον ἐρώμενο». Δεν μπορείς απλά να αρνηθείς να ερωτευτείς, να κλείσεις την καρδιά σου. Η αγάπη είναι σαν εκκωφαντικός θόρυβος που σε κρατά ξύπνιο ή σαν ακαταμάχητη μυρωδιά. Δεν είναι σαν ένα υπέρλαμπρο θέαμα μπροστά στο οποίο παρόλ’ αυτά μπορεί και να αποκοιμηθείς.
Αυτή η έννοια ότι ο ἐραστής είναι στην ουσία παθητικό θύμα που «δεν έχει επιλογή» είναι κομβική για να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί ο ελληνικός έρωτας και πώς τον καταλάβαιναν οι συγκαιρινοί του: ο ἐραστής βρίσκεται «σε μια κατάσταση εξάρτησης», «στο έλεος» κάποιου. Πράγματι, μετά από την ομιλία του για τον ἳmeron ως απόρροια που «εκρέει» από το αντικείμενο σαν ήχος ή άρωμα, ο Σωκράτης προτείνει μια ετυμολογία του œρωτος από το ἐσρεῖν επειδή «"ρέει μέσα", εις ρει, από έξω». Ο ἐραστής «παθαίνει διείσδυση», αν θέλετε, από τα βέλη, την ανάσα και τα ρεύματα του Έρωτα.
Όσον αφορά τη γραμματική οι σύγχρονοι γλωσσολόγοι τείνουν να ακολουθούν διαφορετική προσέγγιση και να αναφέρονται περισσότερο στην έννοια του στόχου παρά της παθητικότητας, παρατηρώντας ότι έμμεσο αντικείμενο χρησιμοποιείται με ρήματα στόχου, εύρεσης, δίψας ή πείνας για κάτι. Συμπεριέλαβαν τις έμμεσες αισθήσεις στην ίδια κατηγορία: ακοή (προσλαμβάνουμε έναν ήχο), οσμής (προσλαμβάνουμε μια οσμή). Τις περισσότερες φορές το ἐρ©ν, που σημαίνει «είμαι ερωτευμένος με», συγκαταλέγεται με άλλα ρήματα που σημαίνουν «στοχεύω σε» ή «ρίχνω ακόντιο σε», όπως ο Αδριανός «που έφιππος χτυπά τη θηλυκή αρκούδα», μια «γενική του επιθυμητού σκοπού». Μερικές φορές τα εν λόγω ρήματα ομαδοποιούνται μαζί με τα ρήματα που σημαίνουν «φτάνω» ή «κατορθώνω» ως παράδειγμα της «γενικής του σκοπού», είτε επιθυμητού είτε πραγματωμένου. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο «σ’ αγαπώ» και το «είμαι ερωτευμένος μαζί σου», και η διαφορά είναι ο βαθμός της απόστασης.
Δεν ισχύει στην αρχαιότερη ελληνική λογοτεχνία, την Ιλιάδα του Ομήρου, αλλά σίγουρα ισχύει από εκεί και μετά ότι ο Έρως χρειαζόταν πολύ χώρο για να μπορεί να πετάει. Κι έτσι ξεκινά το ατέρμονο έπος της μακράς σχέσης που έχει η αγάπη με την απογοήτευση: το αντικειμένου του έρωτα περπατά δυο βήματα μπροστά από τους θαυμαστές του, οι οποίοι το ακολουθούν ανυπόμονα από πίσω. Αυτό το στοιχείο βασανιστικής απόστασης στον œρωτα, το να βρίσκεσαι αέναα στο τσακ να αδράξεις αυτό που ποθείς, αντανακλάται σε αναρίθμητα ποιήματα, λόγους και κείμενα, τα οποία κάθε άλλο παρά πέρασαν απαρατήρητα από τους αναγνώστες. Στην πραγματεία της Έρωτας: Ο γλυκόπικρος, η Ανν Κάρσον παρουσιάζει την ιδέα σε ένα κεφάλαιο που τιτλοφορείται: «Το φτάσιμο» με ένα τραγούδι στο οποίο, καταπώς φαίνεται, η Σαπφώ σύγκρινε μια κοπέλα, πιθανώς μια νύφη, με ένα μήλο:
… (δική της μετάφραση). Η Κάρσον αναλύει τη μορφή του τραγουδιού: «Χέρια γεμάτα επιθυμία τεντώνονται αλλά πιάνουν σκέτο αέρα στο τελικό απαρέμφατο, ενώ το μήλο που λαχταρούν κρέμεται αιώνια άφταστο δυο στίχους παραπάνω». «Ο Έρως δεν βρίσκει ηδονή σε ό,τι είναι διαθέσιμο», λέει ο Ξενοφώντας, «αλλά σε ό,τι ελπίζουμε».
Η απόσταση αποτελεί θέμα ούτε ενός ούτε δύο λόγων για τον Έρωτα που ειπώθηκαν την παγωμένη εκείνη νύχτα του Φεβρουαρίου του 416 π.Χ. στο σπίτι του τραγωδού Αγάθωνα και τους οποίους περιγράφει ο Πλάτων στο Συμπόσιο. Υπάρχουν μάλιστα νύξεις ότι η απόσταση από το αντικείμενο του πόθου ορίζει τον œρωτα· ως εκ τούτου είναι πάντα διαμετρικά αντίθετος της οικειότητας. Διασημότερος όλων είναι ο λόγος που έβγαλε ο Αριστοφάνης, στον οποίο περιγράφει το πώς ο Έρως γεννήθηκε μέσα από μια πράξη διαχωρισμού, κατά την οποία οι τετράποδοι άνθρωποι διαιρέθηκαν σε δύο κομμάτια και έκτοτε το καθένα περιπλανιέται στον κόσμο αναζητώντας το έτερο ήμισύ του, μια αγάπη που ούτε η σεξουαλική επαφή δεν μπορεί να ικανοποιήσει πλήρως και η οποία θα ικανοποιηθεί τέλεια μόνο όταν ο θεός σταθεί πάνω από το κρεβάτι και τους επανενώσει σε ένα σώμα, σβήνοντας εντελώς την απόσταση. Στη Θεογονία του Ησίοδου, ο ρόλος που παίζει ο τεταρτογέννητος Έρως στη δημιουργία δεν είναι να ενώσει με στόχο την αναπαραγωγή αλλά να διαχωρίσει πρώτα απ’ όλα τις αρχέγονες, αδιαφοροποίητες οντότητες του σύμπαντος, σαν πεταλούδα που κάνει χώρο για να απλώσει τα φτερά της. Ο œρως συχνά φαντάζει πιο εντυπωσιακός σε καταστάσεις απώλειας και πένθους.
Η απουσία αποτελεί επίσης θέμα του λόγου του Σωκράτη στο Συμπόσιο, ο οποίος υπογραμμίζει το χάσμα ανάμεσα στον Έρωτα και αυτό που επιθυμείται, την έλλειψη κτήσης· πράγματι, δεν είναι παιδί της Αφροδίτης αλλά της Ένδειας, λέει ο Σωκράτης, διότι μπορείς να επιθυμήσεις μόνο αυτό που δεν έχεις: δεν μπορείς να θέλεις έχεις την πίτα ολάκερη και εσένα χορτάτο ταυτόχρονα. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, ο Έρως χρειάζεται χώρο για να μπορεί να χρησιμοποιεί τον εξοπλισμό του, το τόξο και τα βέλη που εκσφενδονίζει από μακριά, αλλά και τη βίτσα, που αναγκάζει τους ανθρώπους να πάρουν τους δρόμους. Το ότι το καθοριστικό στοιχείο του œρωτος είναι η απομάκρυνση από το αντικείμενο του πόθου υπογραμμίζεται με τον περιεκτικότερο πιθανώς τρόπο από τη θεά Αθηνά στο τέλος της Ορέστειας του Αισχύλου. Στις εκδικητικές Ερινύες, τις τρομερές θέες που κατατρύχουν τον Ορέστη σε όλη την Ελλάδα, η πολιούχος θεά της Αθήνας προσφέρει μια ακραία επιλογή: ή να κάτσουν φρόνιμα και να εγκατασταθούν στην Αθήνα ως φίλες ή να σηκωθούν να φύγουν και να γίνουν ερωτοχτυπημένες εράστριες του τόπου «γÁς τÁσδ᾿ ἐραsθήσεσθε». Ο œρως είναι ένα είδος καθαρτηρίου.
Κατά συνέπεια, μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στα τρία πάθη, με βάση τον χώρο και τον χρόνο. Αν ο ἳmeroς είναι δρομέας για εκατοστάρι, ένα κολίμπρι, κι ο είναι ένας αυτοκρατορικός πιγκουΐνος που περιμένει στην Ανταρκτική να επιστρέψει το ταίρι του, ο œρως καταλαμβάνει τη μέση απόσταση, σαν γεράκι. Είναι πολύ πιο εστιασμένος από τον πόθον, πολύ πιο σταθερός από τον ἳmeron. Αυτό είναι το μπέρδεμα στο τόξο του Ερωτιδέα. Αυτή είναι η μεγάλη πολυπλοκότητα. Από τη μία πλευρά έχουμε την ιδέα του ἳmerou, του ενθουσιασμού που σε κάνει να χάνεις τα λογικά σου, την καρδιά σου να χτυπάει σαν τρελή και τα σάλια σου να τρέχουν όταν προσμένεις ν’ αδράξεις κάτι που μπορείς, ενώ από την άλλη πλευρά έχουμε την ιδέα του πόθου, το βλέμμα που ταξιδεύει πέρα μακριά, διασχίζοντας ολόκληρα χιλιόμετρα εκτάσεων, μνήμης και κοινωνικού χάσματος για να φτάσει σ’ έναν ωραίο αθλητή ή την όμορφη, κραταιά πόλη των Αθηνών και την Ακρόπολή της.
Ο καλύτερος τρόπος να συμφιλιώσουμε αυτά τα δύο στοιχεία έντασης και απόστασης, τον βίαιο θαυμασμό του εραστή για το αντικείμενο του έρωτά του, είναι να φανταστούμε έναν ισχυρό μαγνήτη που απέχει από ένα κομμάτι μέταλλο. Όταν τα δυο τους κολλούν δεν μπορούμε να δούμε το μαγνητικό πεδίο μεταξύ τους, όπως άλλωστε δεν μπορούμε να το δούμε ούτε όταν απέχουν πολύ μεγάλη απόσταση, αλλά το βλέπουμε όταν φέρουμε τον μαγνήτη αρκετά κοντά ώστε να ασκήσει κάποια έλξη· τότε βλέπουμε το μέταλλο να μετακινείται στο τραπέζι. Ακριβώς όμως πριν το μέταλλο συναντήσει τον μαγνήτη, μετακινούμε τον μαγνήτη, διατηρώντας ίσα ίσα αυτή την ακριβή απόσταση μεταξύ τους. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος, χαμηλώνοντας τα φώτα, για να δούμε τον μικρό μας Έρωτα και στις τρεις του διαστάσεις. Διότι ο Ερωτιδέας δεν είναι ολοκλήρωση, δεν είναι το μπόινγκ! του βέλους όταν βρίσκει τον στόχο, δεν είναι γενετήσιες πράξεις. Ο Έρωτας ευημερεί σε απόσταση. Είναι η τροχιά του βέλους, ο αναρριχητής που παλεύει να φτάσει στην κορυφή. Αιώνια πλανάται πάνω από τα ψηλότερα βουνά, τις βαθύτερες κοιλάδες και φαρδύτερους ποταμούς που δεν έχουν αρκετό ύψος, βάθος ή πλάτος για να τον κρατήσουν μακριά, όπως λέει και το τραγούδι των Supremes. Είναι η δύναμη που νιώθεις σ’ ένα ελατήριο. Στην ουσία είναι ένας μεσάζοντας, λέει ο Σωκράτης. Είναι σαν άγγελος ανάμεσα στον αγαπώντα ουρανό και την αγαπώμενη γη. Είναι η δύναμη που συρρικνώνει την απόσταση που τους χωρίζει.
Αυτός είναι ένας λόγος που στα κλασικά ελληνικά ακούγεται παράξενο ένα αντικείμενο αγάπης να ανταποδίδει œρωτα, ακόμα κι όταν πρόκειται για τα δύο ημίσεα των ζευγαριών του Αριστοφάνη, τα οποία φτιάχτηκαν το ένα για το άλλο. Στον ελληνικό έρωτα το ένα μέλος του μελλοντικού ζευγαριού, ο ἐραστής, πρέπει να κάνει όλο το χαμαλίκι. Ο άλλος μένει σπίτι, εντελώς ασάλευτος, μαρμαρωμένος στη θέση του, ερωτικά πέρα για πέρα παθητικός, περιμένοντας να χτυπήσει η πόρτα, αν και φυσικά δεν ήταν σπάνιο ορισμένοι νεαροί να συμπεριφέρονται με ακκισμούς, να σκύβουν σεμνότυφα το κεφάλι και να πεταρίζουν τις βλεφαρίδες τους, παρότι τέτοιες συμπεριφορές έθεταν εν αμφιβόλω την υπόληψή τους.
Ο άλλος λόγος που ο Έρως είναι μονόπλευρος είναι ότι πάντα παρουσιάζεται ως μεγαλόπνοο δράμα επικών διαστάσεων, τύπου: «Ωχ, άντε πάλι! Κρατηθείτε γερά και σφίξτε τα δόντια!», ένα πάθος με τιτάνιες μάχες με τόσο μεγάλη κάψα, που να λιώνουν τα σίδερα κι ύστερα ξαφνική παγωμάρα, καθώς το πυρακτωμένο μέταλλο βυθίζεται στο νερό και το νερό τσιτσιρίζει και κοχλάζει. Αυτό ισχύει ειδικά στις αθηναϊκές δίκες, στις οποίες ορισμένες φορές βρίσκουμε έναν κατηγορούμενο ή κατήγορο να σηκώνεται και να μιλάει για το πάθος που νιώθει για ένα αγόρι μπροστά στο δικαστήριο. Δεν χρειάζεται να είσαι ιδιαίτερα αρνητικός απέναντι στους γκέι για να παρατηρήσεις ότι συχνά είναι πάρα πολύ βολικό για τον ομιλητή να δηλώνει ότι ο Έρωτας τον έκανε να χάσει τα λογικά του, γι’ αυτό και δεν εξέτασε προσεκτικά το συμβόλαιο. Φαίνεται σαν ο ομιλητής να περιμένει από το ακροατήριο των πολιτών να συγκατανεύσει: «Μα στ’ αλήθεια δεν ήθελε να αγοράσει την επιχείρηση, απλά ήθελε να κουτουπώσει τον υπάλληλο. Έτσι εξηγούνται όλα». Σε αυτά τα συμφραζόμενα βρίσκουμε ένα από τα αγαπημένα μου ελληνικά ρήματα: καταπεπαιδεραστηκέναι, που σημαίνει «να κατασπαταλάς μια περιουσία εξαιτίας της απελπισμένης σου αφοσίωσης στα αγόρια». Ο œρως και η αποταμίευση δεν κάνουν καλή παρέα. Με αυτή την έννοια ο œρως έχει κοινά στοιχεία με την καταστροφική, ανταγωνιστική γενναιοδωρία που οι ανθρωπολόγοι ονομάζουν potlatch. Ένας ἐραστής με κομπιουτεράκι και τα λογικά του σώα και αβλαβή είναι ψευτοεραστής.
Ως εκ τούτου, ο œρως πάντα παρουσιάζεται σαν «το σπουδαιότερο πράγμα που σου συνέβη ποτέ»! Υπονοεί μια ενεργοβόρο αποστολή, ένα παράτολμο ταξίδι της ψυχής, μια διαδρομή που δεν γίνεται να την κάνεις καβάλα σε γαϊδούρι αλλά με αγωνιστικό άρμα σε δημοσιά. Ο Θουκυδίδης περιγράφει τους Αθηναίους γεμάτους œρωτα όταν ξεκίνησαν να κατακτήσουν τη Σικελία. Είναι απόλυτα πρέπον που οι Κρήτες και οι Σπαρτιάτες θυσίαζαν στον Έρωτα πριν κάνουν μάχη ή πόλεμο. Ο Έρως είναι μια εκστρατευτική δύναμη, μια Φερράρι που μαρσάρει μέσα σου.
Θα ήταν περισσότερο κωμικό και λιγότερο ρομαντικό αν, αφού ολοκληρώσεις το ταξίδι σου και φτάσεις στο κατώφλι του αγαπημένου σου, εκείνος αμέσως αρχίσει να μαρσάρει τη δική του Φερράρι, με το ίδιο τρελαμένο και ενεργητικό πάθος που νιώθεις κι εσύ. Αυτός σε ποια δημοσιά να βγει; Πού να πάει; Ο ανταποδομένος œρως δημιουργεί την εικόνα δύο ανθρώπων που λιώνουν ο ένας για τον άλλον, ανταποδίδοντας την εμμονή με εμμονή· κατασκηνώνουν ο ένας στο κατώφλι του άλλου, περιμένουν κι οι δυο έξω από αποδυτήρια να βγει ο άλλος, εκλιπαρούν κι οι δύο ένα φιλί. Θα μπορούσαμε δηλαδή κάλλιστα να περιμένουμε από ένα σταρ να ανταποδώσει τη λατρεία ενός φαν του ή ένα λαγό να κάνει μεταβολή και να κυνηγήσει αυτός την αλεπού μέχρι την κοιμηθιά της, μια κρυστάλλινη καράφα νερό να παραβγεί σε δίψα το στόμα που πίνει από αυτή – η κωμωδία του Νάρκισσου. Ο œρως μπορεί πράγματι να ανταποδοθεί· μόνο που μόλις συμβεί αυτό, απλά και μόνο με την ανταπόδοση αυτή καθεαυτή, ο œρως μετατρέπεται σε κάτι άλλο.
Φιλία
Όταν ένας ἐρώμενος αρχίζει να γίνεται φιλικός μπαίνουμε στη σφαίρα της φιλίας, της οικειότητας, του ζευγαριού. Πράγματι, οι Γάλλοι μελετητές συχνά ονομάζουν την «ελληνική ομοφυλοφιλία» «ομοφιλία». Η αρχαιοελληνική φιλία συχνά μεταφράζεται ως φιλία και περιέχει όντως πολλά στοιχεία της καλοσύνης και ηπιότητας που συσχετίζουμε με τη φιλικότητα, αλλά δεν είναι «φιλία» με τη δική μας έννοια του «απλώς καλοί φίλοι»· πρόκειται για μια κατηγορία την οποία οι Έλληνες δεν φαίνεται να χολόσκαγαν ιδιαίτερα να ορίσουν αυστηρά. Η φιλία περιλαμβάνει όλες τις στενές σχέσεις με συγγενείς, συνεργάτες, συνομηλίκους, προσφιλή πρόσωπα και εραστές, καθώς και με φίλους, αν και όπως εύλογα θα περιμέναμε, η αγγλική λέξη «friends» παλιά κάλυπτε το ίδιο φάσμα. Φιλότης είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ο Όμηρος για να αναφερθεί στην ερωτική επαφή, δηλαδή τη σεξουαλική συνουσία, αλλά όλοι οι παραπάνω τύποι στενών σχέσεων καθιστούν πολύ δύσκολο να διακρίνουμε αν υπήρχε ή όχι σεξ σε οποιαδήποτε σχέση φιλίας. Το πρόβλημα καθίσταται προφανές και στα αγγλικά παράγωγα. Η Φιλαδέλφεια είναι η πόλη της «αδελφικής αγάπης», όχι του αιμομικτικού σεξ· ούτε ο νεκρόφιλος ούτε ο παιδόφιλος ενδιαφέρονται απλά και μόνο να πιάσουν φιλίες· απεναντίας ο φιλοτελιστής δεν θέλει να κάνει έρωτα με τα γραμματόσημά του, ούτε ο φιλόλογος με τις λέξεις. Από την άλλη, ο «φίλανδρος» ζητά κάτι περισσότερο από το να σου πιάσει απλώς το χεράκι.
Γι’ αυτό στην Κρήτη ο ἐραστής αποκαλείται φιλήτωρ, «αγαπητικός», μόλις κατορθώσει να κλέψει το παλικάρι που θαύμαζε και το παλικάρι συμφωνήσει δημοσίως να συνδεθεί μαζί του· κανείς σύγχρονος μελετητής δεν θεωρεί τη συγκεκριμένη σχέση μη σεξουαλική. Φιλία ήταν αυτό που ένιωθαν οι δύο φέτες του ζευγαριού του Αριστοφάνη όταν ενώνονταν σωματικά· η Αφροδίτη «αγαπά» (φιλεῖ) τον μοιχό εραστή της, Άρη, ατιμάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον σύζυγό της, Ήφαιστο, ενώ η εταίρα Θεοδότη περιγράφει τους άντρες που θα θεωρούσαμε «πελάτες» της ως φίλους[2]. Η ίδια λέξη φιλία χρησιμοποιείται για την αφοσιωμένη αγάπη μιας συζύγου προς τον σύζυγό της. Περιστασιακά οι συγγραφείς μας διευκολύνουν λιγάκι, προσδιορίζοντας τη φιλία με το επίθετο ἐρωτικ», για να κατονομάσουν μια σχέση που πηγάζει από τον έρωτα.
Φυσικά, όπως παρατηρεί και ο Οξύθυμος Απολλώνιος, σε αντίθεση με τον œρωτα, η φιλία παίρνει άμεσο αντικείμενο, όπως η όραση, επειδή χαρακτηρίζεται από σύνεση, λογική και αυτοκυριαρχία και δείχνει όχι μια ξετρελαμένη, ακούσια εξάρτηση από κάποιο αγαπώμενο αντικείμενο αλλά μια ενεργητική, άμεση δέσμευση με τον αγαπημένο, π.χ. να τον «διδάξει». Το φιλεῖν είναι η λέξη που χρησιμοποιείς όταν θέλεις να πεις «σ’ αγαπώ» – φιλῶ σε. Όπως και στα αγγλικά, μπορεί να τη χρησιμοποιήσει ένα παιδί για τον γονιό του ή ένας γονιός για το παιδί του. Το φιλεῖν μπορεί επίσης να αναφέρεται όχι μόνο στην αγάπη αλλά και στο ¢gap©n, το να έχεις φιλίες με κάποιον, να συμπαθιέστε, να «κάνετε αγαπούλες»[3] με την απαρχαιωμένη έννοια, επιδιδόμενοι σε πράξεις οικείας γνωριμίας, όπως στο τραγούδι του Έλβις Πρίσλεϋ «Always On My Mind». «Είμαι βέβαιος ότι γνωρίζετε πώς να είστε εράστρια [φιλεῖν]», λέει ο Σωκράτης στην εταίρα Θεοδότη, «όχι μόνο με απαλότητα αλλά και με ειλικρίνεια». Οπότε το παιδοφιλεῖν του Σόλωνα δεν σημαίνει «το να είσαι απλά καλώς φίλος μ’ ένα αγόρι», ούτε και σημαίνει «να ερωτεύεσαι ένα αγόρι και να του γράφεις τραγούδια...», αλλά το «να κάνεις έρωτα μ’ ένα αγόρι», «να περνάς οικείες στιγμές με ένα αγόρι», κάτι που συμπεριλαμβάνει, όπως θυμόμαστε, «να σου κάνει επίθεση η επιθυμία [ἱmeίrwn] για τα μπούτια του και το γλυκοφίλητο στόμα του».
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει τίποτα το εγγενώς «αγνό» ή μη ερωτικό στη φιλία. Ο œρως μπορεί πράγματι να αποκαλεστεί «κυνήγι για οικείους [φίλους]», και μια ιστορία της φιλίας που εξαιρεί τον œρωτα θα ήταν χάσιμο χρόνου. Ο «επίσημος σχολικός ορισμός» του œρωτος στους Στωικούς ήταν «ορμή να κάνεις φίλους» (ἐpibol¾ filopoiίaς). Ο δε ρωμαίος Κικέρων αποκαλεί την «ελληνική ομοφυλοφιλία» amor amicitiae, όχι «αγάπη της φιλίας» αλλά «œρωτα για φιλία», «μια ορμή να δημιουργήσεις οικείες σχέσεις». Παρόλ’ αυτά, οι κλασικιστές συχνά το παραβλέπουν αυτό, με αποτέλεσμα οι μεταφράσεις να βρίθουν από παραπλανητικές «φιλίες» που στην πραγματικότητα είναι «οικειότητες» ή ακόμα και «ερωτικές σχέσεις», όπως επίσης και από «φίλους» που στην πράξη είναι «εραστές».
Το να αγαπάς κάποιον δεν σου προκαλεί το ίδιο δράμα, τις άυπνες νύχτες, την εμμονή, τη ζέση κ.τ.λ. που προσδοκάς όταν είσαι ερωτευμένος με κάποιον. Ωστόσο, παρότι ο œρως είναι πιο επικίνδυνα βίαιος από τη φιλία, είναι σφάλμα να πιστέψουμε, όπως πιστεύουν κάποιοι, ότι η φιλία είναι νερόβραστη ή, χειρότερα, ότι ο πρώτος είναι καυτό πάθος και η δεύτερη είναι ψυχρή φιλία χωρίς σεξ. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Ο œρως είναι φιλοδοξία, η φιλία σχέση. Ο œρως είναι κινητήρια δύναμη, η φιλία είναι ο προορισμός προς τον οποίο κινείσαι. Φιλία είναι αυτό που νιώθεις για τον πολυαγαπημένο σου σύζυγο, œρως είναι αυτό που νιώθεις για τον άντρα που μόλις μετακόμισε στην απέναντι πολυκατοικία. Αυτή η διαφορά παρατηρούμε ότι διατηρείται και πολύ αργότερα, σε ερωτικά ξόρκια από την Αίγυπτο. Τα ξόρκια του œρωτος είναι σχεδιασμένα ώστε να προκαλούν κίνηση, να κάνουν κάποιον να πάρει τον δρόμο προς μια νέα σχέση, να προκαλέσουν σε μια γυναίκα φλογισμένο πάθος και αϋπνία σε βαθμό που να αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι της, ακόμα και τον άντρα και τα παιδιά της, και να βρει τον δρόμο για το σπίτι του άντρα που την έδεσε με μάγια. Ας σημειώσουμε ότι και εδώ εξακολουθεί να ισχύει η θεμελιώδης αρχή του μονόπλευρου συναισθήματος. Το ένα άτομο, το θύμα του ξορκιού, η γυναίκα, κάνει όλο το χαμαλίκι, ενώ το άλλο άτομο, ο μαγγανευτής, απλά κάθεται και περιμένει να χτυπήσει η πόρτα. Τα μάγγανα αυτά είναι απαίσια και βασανιστικά, έχοντας στόχο να τσιγκλήσουν και να ανάψουν φωτιές στο θύμα· είναι παρόμοια με τα ξόρκια που χρησιμοποιούνται για να δέσουν κατάρες στους εχθρούς, ορισμένες φορές καταφεύγοντας σε κούκλες-βουντού. Τα ξόρκια της φιλίας είναι πολύ πιο καλοσυνάτα και είναι σχεδιασμένα να σταματήσουν έναν σύντροφο, συνήθως τον άντρα, τον σύζυγο, τον εραστή ή το αφεντικό, από το να θυμώσει μαζί σου ή να αποκαταστήσουν την ισότητα της αγάπης και της τρυφερότητας σε μια σχέση που ήδη υπάρχει. Μοιάζουν με μάγγανα ίασης ή αποτροπής του κακού.
Αυτή τη διαφορά ύφους εντοπίζουμε σε μια αράδα του Πλάτωνα. Ο κρυφός θαυμαστής, ο κρυπτοεραστής έχει μηχανευτεί ένα πανούργο σχέδιο για να κατατροπώσει μια ομάδα ¢ντεραστῶν, κακολογώντας τον œρωτα τους, ο οποίος στην πραγματικότητα, ισχυρίζεται εκείνος, δεν είναι πάρα κοινότυπη και άμυαλη λιγούρα ή λαγνεία και δεν περιλαμβάνει καλοσύνη (εßνοια) προς το αγόρι: «οι ἐραστaˆ που πιάνουν φιλίες με ένα αγόρι είναι σαν λύκοι που δείχνουν αδυναμία σε αρνιά» (éς λύκοι ¨ρνας ¦γαπώσιν, éς παῖδα φιλοàσιν ἐραστaˆ). Τη διαφορά τη βλέπουμε επίσης όταν οι συγγραφείς αναφέρονται στην αγάπη για διάφορους τύπους δράσης. Το «λατρεύω να παίζω τένις» είναι φιλεῖν, που σημαίνει ότι σου αρέσει να κάνεις κάτι ή απλά έχεις την τάση να το κάνεις, είναι δηλαδή κάτι που έχει γίνει συνήθεια. Δεν θα μπορούσες ποτέ να χρησιμοποιήσεις τον œρωτα με αυτή την έννοια. Ο œρως να κάνεις κάτι εμπεριέχει ένα πολύ πιο περιπετειώδες και φιλόδοξο εγχείρημα, ένα μεγαλόπνοο τόλμημα.
Σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζεται κυνικά ο κρυπτοεραστής του Πλάτωνα όταν συγκρίνει τους ἐραστ¦ς με λύκους, υποτίθεται ότι δεν χρειάζεται να υπάρξει σχέση πιο δυνατή από φιλία μεταξύ ενός ἐραστoà και ενός ἐρwmšnou από τη στιγμή που ο ἐρώμενος αποφασίσει να ενδώσει. Οι άντρες που κυνηγούν ένα αγόρι κάτω των Δεκαοκτώ πρέπει να τιμωρούνται δια νόμου, λέει ο Παυσανίας στο Συμπόσιο, διότι είναι αδύνατο να ενδιαφέρονται για την προσωπικότητά του, αφού δεν έχει διαμορφωθεί πλήρως· νοιάζονται μόνο για τη φευγαλέα γοητεία της νιότης του. Οι άντρες που περιμένουν (όπως περίμενε εκείνος για τον Αγάθωνα – αν και μόλις στο τσακ) να μεγαλώσει πλήρως ένα Αγόρι, δηλαδή να κλείσει τα Δεκαοκτώ, δείχνουν αντιθέτως ότι σκοπεύουν να «μοιραστούν τη ζωή τους μαζί του», να συνδεθούν «για όλη τους τη ζωή» (όπως εκείνος με τον Αγάθωνα). Είναι αυτή η αδαμάντινη φιλία της αμοιβαίας τρυφερότητας, η «αλληλεγγύη» (κοινωνία) «που πάνω απ’ όλα εμφυτεύει ο œρως», η οποία τρομοκρατεί τους τυράννους και κάνει τον θηβαϊκό Στρατό των Εραστών γερό σαν βράχο.
Ποθώντας την ἐpiqumίan
Όταν είσαι «ερωτευμένος» με μια γυναίκα ή έναν άντρα μπορεί να υποτεθεί με βεβαιότητα ότι, σε κανονικές συνθήκες, θέλεις να αποκτήσεις οικειότητα μαζί τους, σωματική οικειότητα. Παρότι όλες και όλοι μας ξέρουμε ότι «το να είσαι ερωτευμένος» δεν είναι το ίδιο με το «να επιθυμείς να κάνεις σεξ» με κάποιον, συχνά είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις αν κάποιος που ισχυρίζεται ότι είναι ερωτευμένος απλά θέλει σεξ. Καλά καλά είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε τη διαφορά ακόμα και στον εαυτό μας – «νόμιζα ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί του αλλά τώρα συνειδητοποιώ ότι ήταν σκέτος πόθος». Η λέξη για τον «πόθο» στην αγγλική μετάφραση της Αγίας Γραφής του βασιλιά Ιακώβου δεν αντιστοιχεί ποτέ στον ελληνικό œρωτα, αλλά στην ἐpiqumίan, τον «πόθο» και τα συγγενικά του.
Οι Έλληνες γενικά δεν ήταν περισσότερο συνεπείς από εμάς ως προς τη διάκριση του έρωτα από την επιθυμία, αλλά κατά περιπτώσεις ορισμένοι από αυτούς αισθάνονταν την ανάγκη να τα εξετάσουν πιο ενδελεχώς. Ο Αριστοτέλης βρήκε ένα-δυο τρόπους να τα ξεχωρίζει. Κατά πρώτον: μπορείς να είσαι «ερωτευμένος με κάποιον», ἐρ©ν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, δηλαδή μπορείς να είσαι παράφρονα ερωτευμένος με κάποιον ή απλώς παθιασμένα ερωτευμένος. Επίσης μπορείς να έχεις ἐpiqumίan, «πόθο», σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό – από ξέφρενη καύλα μέχρι ήπιο ενδιαφέρον. Επίσης, συνεχίζει ο σπουδαίος φιλόσοφος, το να είσαι ερωτευμένος και το να ποθείς σεξ συχνά πηγαίνουν χέρι-χέρι. Παρόλ’ αυτά, κάποιος που είναι πιο τρελά ερωτευμένος δεν έχει απαραίτητα αυξημένη επιθυμία για σεξ και κάποιος με αυξημένη επιθυμία για σεξ δεν είναι απαραίτητα πιο ερωτευμένος. Δεδομένου ότι ο πόθος και ο έρωτας μπορεί να ενταθούν ή να μειωθούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, δεν γίνεται να είναι το ένα και το αυτό.
Σε άλλο σημείο ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον œρωτα για να καταδείξει μια λογική συνέχεια. Το εν λόγω παράδειγμα εξαρτάται από την εικασία ότι ένας ἐραστής πραγματικά αποζητά «ευνοϊκή ανταπόκριση» από τον νεαρό που λατρεύει παρά σεξ αυτό καθαυτό. Κάθε εργένης άντρας που είναι ερωτευμένος (π©ς Ð ἐρῶν), λέει, ακολουθώντας τον œρωτα του, πάντα θα προτιμούσε να εισπράξει προθυμία για «εύνοια» (χαρίζεσθαι) η οποία όμως δεν πραγματώνεται παρά να εισπράξει απροθυμία για «εύνοια» που όμως πραγματώνεται. Με άλλα λόγια, στα θέματα του œρωτος, προτιμάται η «προθυμία για εύνοια» από την «εύνοια» αυτή καθαυτή.
Ας αφήσουμε την αφηρημένη συλλογιστική και ας το κάνουμε λίγο πιο λιανά: αυτό που ο Αριστοτέλης μοιάζει να λέει είναι ότι ο ἐραστής σε κάθε περίπτωση πάντα προτιμά α) ο νεαρός να ανταποκριθεί σε όλες τις ερωτοτροπίες του και να φέρει τα χείλη του πιο κοντά, ανοίγοντας τον δρόμο για μήνες ή χρόνια ερωτιάρικων σχέσεων ακόμα κι αν δεν γίνει τίποτα (ίσως εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπαίνει μέσα ο πατέρας του μικρού) αντί β) ο νεαρός ξεκάθαρα να μην έχει κανέναν ενθουσιασμό αλλά παρόλ’ αυτά να ενδώσει. Ο Αριστοτέλης απλά θεωρεί ότι αυτό ισχύει πάντα, επειδή αυτή είναι η φύση του œρωτος. Γι’ αυτό, συμπεραίνει, στην περίπτωση του œρωτος, το να αγαπιέσαι (φιλεῖσθαι) είναι προτιμότερο από τη σεξουαλική πράξη (συνουσία). Ο œρως κατά συνέπεια έχει μεγαλύτερη σχέση με τη φιλία, την «οικεία αγάπη», παρά με το «κάνω σεξ» (συνεῖναι), που σημαίνει ότι η φιλία είναι ο «σκοπός» (τέλος) του έρωτα, ενώ το συνεῖναι δεν έχει καμία σχέση με τους σκοπούς του œρωτος, ή μάλλον είναι σκοπός μόνο στον βαθμό που αποτελεί συστατικό στοιχείο του να «αγαπιέσαι». Με άλλα λόγια, όσον αφορά το σεξ ανάμεσα σε γνήσιους εραστές, αυτό που μετράει είναι η πρόθεση.
Ειλικρινά δεν χρειαζόμασταν τον Αριστοτέλη να μας πει ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να είσαι ερωτευμένος και το να επιθυμείς σεξ, αν και επίσης ξέρουμε ότι είναι δύσκολο να τα διακρίνουμε στην πράξη. Παρόλ’ αυτά, είναι σημαντικό να διατηρούμε κατά νου τον πολύ συγκεκριμένο και περίεργο χαρακτήρα του φαινομένου του ελληνικού έρωτα. Μπορούμε με απόλυτη σιγουριά να υποθέσουμε, θεωρώ, ότι στην αρχαιότητα γινόταν πολύ γκέι σεξ που δεν εμπεριείχε ίχνος από τις θεατρινίστικες υπερπαραγωγές που συνδέονται με τον œρωτα. Μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε ότι υπήρχε πολλή ομοφυλοφιλική αγάπη και ομοφυλοφιλική καψούρα που ήταν λιγότερο επίσημες και επιδεικτικές. Είναι δυνατόν κάθε μα κάθε γκέι σχέση στην Κρήτη να ανακοινωνόταν με διαπραγματεύσεις, με μια τελετή αρπαγής διάρκειας δύο μηνών, την ανταλλαγή πανάκριβων δώρων και τη θυσία ενός βοδιού; Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση κάποιος να ερωτευτεί και να κουτουπώσει κάποιον της ηλικίας του, ειδικά αν όλοι ζούσαν και κοιμόντουσαν μαζί; Για αυτόν και μόνο τον λόγο, ως πολιτισμικό φαινόμενο, ως ιστορική πρακτική, ο ελληνικός έρωτας δεν είναι το ίδιο με την Αρχαία Ελληνική Ομοφυλοφιλική Συμπεριφορά ή με την Αρχαία Ελληνική Ομοφυλοφιλική Επιθυμία. Ο ελληνικός έρωτας δεν καλύπτει ούτε καν όλα τα Αρχαία Ελληνικά Ομοφυλοφιλικά Πάθη και Σχέσεις, μονάχα τα πιο κραυγαλέα και/ή αυτά που τηρούσαν τους κανόνες.
Από την άλλη πλευρά, σε σπάνιες περιπτώσεις κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς αισθάνονται την ανάγκη να μας παρουσιάσουν έναν ελληνικό έρωτα που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον σεξουαλικό πόθο. Ο Ξενοφώντας, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι οι νεαροί άντρες της Σπάρτης αναζητούσαν μια μορφή «στοργικού» πατρικού έρωτα για αγόρια, ο οποίος προϋπόθετε αυστηρά ότι οι «μπαμπάδες» θα κρατούσαν «κάτω-τα-κουλά-τους»· ωστόσο αυτές οι σχέσεις μοιάζουν να αποτελούν σε πολύ μεγάλο βαθμό μέρος του ελληνικού έρωτα, και πράγματι ο Ξενοφώντας προβαίνει στον ίδιο ισχυρισμό στα πλαίσια μιας συζήτησης για αυτό που εκείνος αποκαλεί παιδικοί œρωτες, «έρωτες για αγόρια». Ελάχιστοι τον πιστεύουν όσον αφορά την έλλειψη πόθου, αντίδραση που περίμενε απόλυτα κι ο ίδιος, αλλά το θέμα δεν είναι αν ο ισχυρισμός του αληθεύει ή όχι. Το εντυπωσιακό είναι ότι ο Ξενοφώντας όχι μόνο μιλάει για έναν œρωτα που δεν συμπεριλαμβάνει διείσδυση –υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ἐραστῶν που, όπως οι θαυμαστές του Νάρκισσου, μένουν με το πουλί στο χέρι– ούτε καν για «εραστές» που κάπως καταφέρνουν να αυτοσυγκρατηθούν στην περίπτωση που ένα αγόρι τους δώσει μια ευκαιρία –διότι υπάρχουν ορισμένες διάσημες περιπτώσεις αυτής της κατηγορίας, ο πλατωνικός έρωτας του Σωκράτη που ξάπλωνε αγνά πλάι στον πανέμορφο και κραυγαλέα σεξουαλικά πρόθυμο Αλκιβιάδη– το ζήτημα είναι λοιπόν ότι ένας Έλληνας της κλασικής περιόδου μπορεί και μιλά για έναν œρωτα στον οποίο όχι μόνο δεν υπάρχει σεξ και καμία απόπειρα για σεξ αλλά ούτε σωματικό ενδιαφέρον, ότι υπάρχει μόνο ένας παθιασμένος πλην όμως αγνός θαυμασμός για την όμορφη προσωπικότητα και εεε... την εντυπωσιακή μυώδη ανάπτυξη ενός νεαρού άντρα...
Ο παιδικός œρως του Ξενοφώντα, αγνός σαν συγγενική σχέση, δεν στερείται παραδοξοτήτων – ένας œρως, μια «παθιασμένη αγάπη», για τον αδελφό σου ή τον γιο σου θα χτυπούσε συναγερμό στους πάντες, ενώ σε άλλο σημείο ο Ξενοφώντας υπαινίσσεται ότι δεν μπορείς να έχεις œρωτα μέσα σε μια οικογένεια: μπορείς να εμποδίσεις τον εαυτό σου να ερωτευτεί την κόρη σου, άρα μπορείς να εμποδίσεις τον εαυτό σου να ερωτευτεί. Πάντως, το ζήτημα δεν είναι ότι κάθε φορά που οι αρχαίοι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι ο œρως για αγόρια είναι απόλυτα αγνός είναι ψεύτες ή υποκριτές· αυτό που έχει σημασία είναι ότι το βρίσκουν εφικτό να προβούν σε τέτοιους ισχυρισμούς· δεν πρόκειται για οξύμωρο. Σε αυτές τις οριακές περιπτώσεις είναι αδύνατο να μεταφράσουμε τον œρωτα ως «αποκλειστικό και έμμονο πάθος», όπως θα ήθελαν μερικοί, διότι ένας πατέρας δεν γίνεται να νιώθει έτσι για τον γιο του, ούτε ένας αδελφός για τον αδελφό του, ούτε καν στην αρχαία Ελλάδα.
Αυτός είναι ο λόγος που, ακολουθώντας τον Τζον Άντινγκτον Σύμοντς, επέλεξα να ονομάσω το θέμα αυτού του βιβλίου «ελληνικός έρωτας». Διότι το φαινόμενο που πραγματευόμαστε είναι πρωτίστως κάτι που ανήκει στη σφαίρα του Ερωτιδέα, του ελληνικού Έρωτα, δηλαδή το να ερωτεύεσαι άτομα του ίδιου φύλου και, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, το να ανεβάζεις υπερπαραγωγές για τον έρωτά σου· διότι ό,τι κι αν είναι αυτός ο ελληνικός έρωτας, ανήκει κατά κύριο λόγο στη δημόσια σφαίρα και όχι στην κρεβατοκάμαρα ή πίσω από τους θάμνους. Δεν πρέπει ποτέ να συγχέουμε τον Έρωτα με τη μητέρα του, την Αφροδίτη, η οποία συνδέεται τόσο στενά με το σεξ, που το σεξ αποκαλείται «τα πράγματα της Αφροδίτης», τα ¢φροδίσια. «Το έργο της Αφροδίτης μπορεί να αγοραστεί για μια δραχμή», αλλά με τα λεφτά δεν αγοράζεις έρωτα. «Ελληνική ομοφυλοφιλική καψούρα» θα ήταν μια σωστότερη παρουσίαση του πώς εκδηλωνόταν το φαινόμενο, αλλά δεν θα ήταν τόσο κομψή ως τίτλος στο εξώφυλλο.
Για την ακρίβεια, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τις σεξουαλικές συμπαραδηλώσεις που έχουν αποκτήσει οι λέξεις «erotic» και «erotica»[4] στην αγγλική γλώσσα τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, εξαιτίας της επίδρασης του γαλλικού érotiques· παλιότερα ήταν απόλυτα πρέπον στα αγγλικά να τιτλοφορήσεις μια συλλογή με τρυφερά ερωτικά ποιηματάκια «erotica», αφού «erotic» απλώς σήμαινε «σχετικό με τον έρωτα». Μετά την αλλαγή στη σημασία της λέξης, ωστόσο, οι ελληνικές λέξεις ἐρωτικός και ἐρωτικά έχουν γίνει ψευδόφιλες λέξεις· μοιάζουν σαν να έχουν σχέση με το σεξ, μόνο με το σεξ και με τίποτα άλλο εκτός από το σεξ, και πρέπει να καταβάλουμε μεγάλη προσπάθεια για να θυμόμαστε ότι στην πραγματικότητα έχουν σχέση αποκλειστικά και μόνο με τον έρωτα. Ένα λογοτεχνικό έργο που τιτλοφορείται ἐρωτικός ή ἐρωτικά είναι μια διατριβή για την έρωτα, και ο Σωκράτης είναι το αρχέτυπο του ἐρωτικoà άνδρα επειδή έχει μόνιμη καψούρα (με τη γνώση, με όμορφα παλικάρια) και ποτέ δεν καταφέρνει να πετύχει μια οριστικότητα, όχι επειδή ήταν «ερωτικός φιλόσοφος» με τη σύγχρονη έννοια του όρου – κάποιος που συζητά για το σεξ ή που δίνει διαλέξεις φορώντας διχτυωτά καλσόν και κόκκινο μεταξωτό κορσέ. Ακούγεται προφανές, αλλά θα εκπλαγείτε αν μάθετε πόσοι κλασικιστές κάνουν αυτό το λάθος.
Αυτό που τραβά την προσοχή στους Έλληνες όλους αυτούς τους αιώνες είναι οι αποδείξεις, ενίοτε πολύ κραυγαλέες και θεατρικές, του τύπου: «δεν μπορώ να συγκρατηθώ, θέλω μόνο εσένα και κανέναν άλλο» – δηλαδή η αφοσίωση προς ένα συγκεκριμένο αγόρι ή νεαρό άντρα και οι δεσμοί, οι φιλίαι που προκύπτουν, καλώς εχόντων των πραγμάτων, από τέτοιες ταπεινωτικές προσπάθειες. Εννοείται ότι μια τέτοια παράσταση μπορεί κάλλιστα να καταλήξει στο κρεβάτι, παρότι το σεξ δεν μπορούσε ποτέ, αν βασιστούμε στις μαρτυρίες, να είναι κάτι που καταγράφεις με ασφάλεια στο ημερολόγιό σου. Επιπροσθέτως, παρά τις άτονες διαμαρτυρίες από συγγραφείς του ύστερου 4ου αιώνα –τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα, τον Έφορο– η ομορφιά (κάλλος) ενός αγοριού ή κοριτσιού σχεδόν πάντα αναφερόταν ως βασικός παράγοντας για να μολυνθείς με την καψούρα του ομοφυλοφιλικού έρωτα. Ωστόσο το σεξ αυτό καθαυτό ανήκε σε εντελώς διαφορετικό πεδίο από αυτό του δημοσιοποιημένου έρωτα. Ανήκε στη σφαίρα ζωής που ο Ξενοφών αποκαλεί αφανή, τη σφαίρα του «αόρατου».
[1] Σ.τ.Μ. Σύμφωνα με το λεξικό Δημητράκου, εἰσπνεῖν σημαίνει ἐρ©ν για τους Λακεδαιμόνιους.
[2] Σ.τ.Μ. Ας σημειωθεί ότι και στα νέα ελληνικά, η λέξη «φίλος» και «φιλενάδα» πολύ συχνά σημαίνει τον εραστή ή την ερωμένη.
[3] Σ.τ.Μ. Το make love αναφέρεται με την έννοια του εκφράζω τρυφερότητα από το 1580. Με την έννοια του κάνω έρωτα απαντάται από τη δεκαετία του 1950.
[4] Σ.τ.Μ. Πράγματι, η λέξη erotica (/ηρότικα/) στην αγγλική είναι πλέον συνώνυμη της πορνογραφίας, καθώς σημαίνει δημιουργίες (κείμενα, φωτογραφίες ή ταινίες) καμίας λογοτεχνικής ή καλλιτεχνικής αξίας πέρα από την πρόκληση σεξουαλικής επιθυμίας. Στην ελληνική γλώσσα, η συμφώνα με το λεξικό καταχρηστική σημασία του «ερωτικός» ως σχετική με τη σεξουαλική πράξη, τείνει να επικρατήσει, πρβλ. τον διαχωρισμό μεταξύ αγάπης και έρωτα.